ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Το εμπόρευμα είναι ένα αντικείμενο ή υπηρεσία που ικανοποιεί πραγματικές ή φανταστικές ανάγκες του ανθρώπου. Για να υπάρξει εμπόρευμα πρέπει οι σχέσεις των συναλλασσόμενων  να είναι εμπορευματικές, ‘’ελεύθερες’’. Αυτές είναι ένα από τα διάφορα είδη  σχέσεων που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. (κοινόβιο, οικογένεια, πρωτόγονες  φυλές και γένη, δουλεία κλπ). [1*] Βασικά να είναι αιχμαλωσία αποδεσμευμένοι από ισχυρούς προσωπικούς δεσμούς και εξαρτήσεις. Τότε το εμπόρευμα  γίνεται  αντικείμενο που μεσολαβεί στις ανθρώπινες σχέσεις  ή στο εμπόρευμα οι ανθρώπινες σχέσεις φαίνεται να παίρνουν  μορφή  αντικειμένου.

Σύμφωνα με το νόμο της αξίας, αυτή για ένα  εμπόρευμα  καθορίζεται από το ποσό ή χρόνο της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας  για την παραγωγή του. Ο όρος ‘‘κοινωνικά αναγκαία’’ είναι ισχυρή λογική επιστημονική αφαίρεση και δεν αναιρείται από το γεγονός ότι πρακτικά δεν παράγονται όλα τα εμπορεύματα του ίδιου είδους με το ίδιο ποσό εργασίας, με την ίδια τεχνολογία, οργάνωση  και μέθοδο.  Σαφώς αυτό που δημιουργεί την αξία είναι η εργασία αφού μόνο αυτή δημιουργεί νέα ανταλλακτική αξία. [2*]

Το εμπόρευμα επίσης αποτελείται από την αντίθεση ανταλλακτική αξία και χρήσιμη αξία. Η πρώτη είναι αντικειμενική και ορίζεται με λογική αφαίρεση  ενώ η δεύτερη συγκεκριμενοποιείται  εκάστοτε και είναι τις περισσότερες ίσως φορές υποκειμενική και ορίζεται από τον άνθρωπο αγοραστή ή καταναλωτή με βάση την ιεράρχηση που κάνει στις πραγματικές ή φαντασιακές  ανάγκες του.

Η τιμή του εκάστοτε εμπορεύματος εκφράζεται στη μορφή του εκάστοτε χρήματος και  είναι αυτή στην οποία συμφωνείται μια συναλλαγή. Καθώς λοιπόν η συμφωνία είναι αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων και συνθηκών αυτή διαφοροποιείται από τόπου εις τόπο, στο χρόνο, στα πρόσωπα που συναλλάσσονται κλπ. Αυτή η ποικιλία, η διακύμανση της τιμής του εκάστοτε εμπορεύματος έχει οδηγήσει τους οικονομολόγους υποστηρικτές της αστικής αντίληψης να αναφέρονται στο  λεγόμενο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.  Αλλά τέτοιος μυστήριος, που δεν εξηγεί τις αιτιώδεις σχέσεις ούτε μπορεί να θεμελιωθεί θεωρητικά και λογικά, νόμος δεν υπάρχει. Άλλωστε ορίζει το άγνωστο δια του άγνωστου. Έτσι  οι υποστηρικτές του αναλώνονται σε παρατηρήσεις περιπτώσεων του φαινομένου, σε ‘‘φαινομενολογία’’. (Ικανότατοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, σε αυτό, το περιορισμένο, που κάνουν.)

Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται είναι η διακύμανσή και των δυο  και της προσφοράς και της ζήτησης. Διακύμανση  στο χώρο, στο χρόνο, στις κοινωνικές ομάδες και στα άτομα. Αλλά γιατί;

Αντίθετα ο Μαρξ υποστήριξε τον καθοριστικό ρόλο της αξίας στον ορισμό της τιμής. Και μπορεί βέβαια η τιμή να μην  ταυτίζεται συχνά με την αξία για μια σειρά λόγους μα δεν παύει η αξία να αποτελεί κατά βάθος το θεμέλιό της, τη βάση, το υπονοούμενο μέτρο της, το όριο της τιμής. Είναι το χρήμα μάλιστα, το  γενικό ανταλλακτικό μέσο των εμπορευμάτων, που παίζει το ρόλο του μέτρου της αξίας, της ανταλλακτικής αξίας, γιατί βέβαια ως χρήμα αποβάλλει τη χρήσιμή του αξία. Η δική του αξία τώρα μετριέται με το αντίθετό της, τη χρήσιμη αξία των εμπορευμάτων που μπορεί να αγοράσει.

Αλλά το χρήμα εκφράζει με νόθο τρόπο το νόμο της αξίας. Η ισχυρή πλευρά σε μια συναλλαγή παραβιάζει τον άγραφο αυτό νόμο, άσε που οι συναλλασσόμενοι συχνά τον αγνοούν ή και αδιαφορούν γι’ αυτόν. Στην ως τώρα ανθρώπινη ιστορία δεν έχουμε γνωρίσει Αρχή ή δύναμη που να διασφαλίζει το κοινό συμφέρον των ανθρώπινων κοινωνιών, οπότε θα επέβλεπε την εφαρμογή του, αντίθετα έχουμε γνωρίσει αγορές που συναλλάσσονται ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους. Αλλά σε μια ευρύτερη ιστορική θεώρηση στις συγκρούσεις της ταξικής πάλης διεκδικείται η δίκαιη τιμή, προς το συμφέρον των κοινωνιών, όπως το αντιλαμβάνονται  οι  αντιμαχόμενοι.

Υπάρχει ασφαλώς  ως  κοινωνικό  αίτημα στη συνείδησή της, ως όραμα, υπάρχει στην ίδια τη θεωρία της αξίας, εμπεριέχεται συνειδητά ή ασυνείδητα στους κοινωνικούς αγώνες για δίκαιη αμοιβή του εμπορεύματος της εργασίας  μα και των άλλων εμπορευμάτων  σε σύγκρουση βεβαίως  με τους ‘’νόμους της αγοράς’’ και τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών.

Καθώς  τώρα στην απλή ανταλλαγή, κίνητρο και σκοπός της είναι να   ανταλλαχτεί ανταλλακτική αξία για χρήσιμη αξία, αυτό σημαίνει ότι η μια αντικαθιστά την άλλη, οπότε η μεταξύ τους αντιστοιχία εμφανίζεται ως τιμή του εμπορεύματος.

Τιμή που κυμαίνεται κατά κανόνα μεταξύ των δυο αξιών, ανταλλακτικής και χρήσιμης. Γιατί δεν μπορεί η χρήσιμη αξία να αποτελεί προϋπόθεση, αναγκαίο ποιοτικό  όρο, για να θεωρηθεί κάτι ως εμπόρευμα και να μην το επηρεάζει και ποσοτικά, στην τιμή του. Ασφαλώς  σε έναν ‘‘τέλειο’’ ανταγωνισμό και επάρκεια της αγοράς είναι δυνατό να εκμηδενισθεί η υποκειμενικότητα των αναγκών, να φθάσουμε σε διυποκειμενικότητα  και οι τιμές των εμπορευμάτων να καθορίζονται αποκλειστικά από την ανταλλακτική τους αξία. Σε ομαλές κοινωνικά  πραγματικές συνθήκες, αναπτυγμένου ελεύθερου εμπορικού ανταγωνισμού  λοιπόν στον καθορισμό της τιμής η ανταλλακτική αξία παίζει τον κυρίαρχο ρόλο ενώ η χρήσιμη τον δευτερεύοντα αλλά όχι και αμελητέο.

Χαρακτηριστικά ο αρχαίος Αθηναίος   λογογράφος Λυσίας στην  ‘’κατά σιτοπωλών’’ αγόρευσή του, που έχει στοιχεία διαχρονικά,  καταγγέλλει τους σιτοπώλες πως εκμεταλλεύονται την ένταση της πείνας των Αθηναίων, τη χρήσιμη πλευρά της αξίας του σίτου, για να ανεβάζουν  την τιμή του ψωμιού, κερδοσκοπώντας από τη δυσχερή θέση των πολιτών. Τους κατηγορεί  πως από τη δυστυχία της πόλης αυτοί βγάζουν κέρδη. Τους καταγγέλλει για παράνομη και ανήθικη συμπεριφορά. [3*]

Επίσης όπως ως προς την αξία το εμπόρευμα έχει δυο φύσεις, δυο ουσίες, (ανταλλακτική και χρήσιμη) κατ’ αναλογία και η εμπορευματική σχέση έχει δυο φύσεις ή δυο αντίθετες πλευρές, μια συνεργατική και μια ανταγωνιστική. Στη διαπραγμάτευση, στη διακύμανση ακριβώς της τιμής εκφράζεται η ανταγωνιστική πλευρά της εμπορευματικής σχέσης.

Η τιμή συναλλαγής λοιπόν σπάνια ταυτίζεται με την αξία, καθώς   η τιμή είναι αποτέλεσμα γενικότερων αντικειμενικών συνθηκών και των ευρύτερων σχέσεων ή και θέσεων  των συναλλασσομένων. Για παράδειγμα η τιμή του αλκοόλ σε εποχές και χώρες υψηλής κρατικής φορολογίας είναι διαφορετική στην κρατικά νόμιμη αγορά και άλλη στη μη νόμιμη, τη λεγόμενη και μαύρη αγορά.  Η τιμή  είναι  πολυπαραγοντική  δυναμική ισορροπία δυο αντίθετων επιθυμιών, του ανταγωνισμού των συμφερόντων, του πωλητή που επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή τιμή και του αγοραστή που επιδιώκει τη μικρότερη.  

Στην απλή ανταλλαγή παρατηρεί ο Μαρξ πως: «όσο έχουμε να κάνουμε με τη χρήσιμη αξία είναι φανερό πως και οι δυο μεταπράτες μπορούν να κερδίσουν. Και οι δυο τους απαλλοτριώνουν εμπορεύματα που σαν χρήσιμες αξίες τους είναι ανώφελα, και παίρνουν εμπορεύματα που τους χρειάζονται για χρήση. .. Αυτή η ανταλλαγή δεν είναι μεγάλωμα της ανταλλακτικής αξίας ούτε για τον ένα ούτε για τον άλλο». Εδώ ενδιαφέρει η χρήσιμη αξία, σε αυτήν κερδίζουν οι συναλλασσόμενοι.  Ασφαλώς και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τις συναλλαγές, έχουν όφελος από αυτές και συνεχίζουν να τις πραγματοποιούν και να τις αυξάνουν.  Αυτή όμως είναι η συνεργατική πλευρά [4*] της σχέσης που συνυπάρχει διαλεκτικά με την ανταγωνιστική.

Έτσι που είναι δυνατό, στην εμπορική πια συναλλαγή, ο ένας συναλλασσόμενος, ο έμπορος, να κερδίζει σε ανταλλακτική αξία και ο άλλος σε χρήσιμη είτε να απαλλοτριώνει άχρηστη γι’ αυτόν χρήσιμη αξία και να αποκτά ανταλλακτική έστω και μειωμένη.

Αλλά από το σημείο αυτό  για τους απολογητές της αστικής τάξης οικονομολόγους προκύπτουν εσφαλμένοι συλλογισμοί.  Η άποψη πως  η απλή ανταλλαγή είναι από φυσικού της μια σύμβαση ισότητας που γίνεται  με μια αξία  για μια ίση αξία, δεν ισχύει, γιατί  καθώς το εμπόρευμα έχει διπλή φύση ανταλλακτικής και χρήσιμης αξίας είναι σπάνιο να επιτευχθεί σε μια ανταλλαγή, ακόμα και να το επεδίωκαν,  διπλή ισότητα και στις ανταλλακτικές και τις χρήσιμες αξίες και χιαστί… [5*] Το ένα μάλιστα είναι αντικειμενικό το άλλο υποκειμενικό.  

Ασφαλώς και οι δυο συναλλασσόμενοι μπορεί να βγουν από αυτήν ωφελημένοι  ή και ικανοποιημένοι αλλά δεν προκύπτει ότι το όφελος και η ικανοποίηση είναι ακριβώς ίσα. Ούτε η ισότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει αμοιβαίο όφελος και ικανοποίηση.    

Συμβαίνει μάλιστα στη ζωή των κοινωνιών «τα σκουπίδια κάποιου να είναι θησαυρός  για κάποιον άλλο». Προφανώς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ανάγκες, μια χρήσιμη αξία για κάποιον είναι άχρηστη για κάποιον άλλο. Είναι επίσης δυνατό κάποιοι άνθρωποι να αγνοούν τη χρησιμότητα κάποιων αντικειμένων.  Συχνά αυτό συμβαίνει στις διαφορές που υπάρχουν από τόπο σε τόπο, κάτι που υπάρχει σε αφθονία κάπου να λείπει από κάπου αλλού. Ο έμπορος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αυτός που γνωρίζει τη χρήσιμη αξία  των αντικειμένων για τους άλλους, όπως και τις τοπικές ιδιαιτερότητες.

Γενικότερα μάλιστα  στη ζωή  δεν ταυτίζεται πάντα το δίκαιο με την ισότητα. Συχνά διαφέρει η ισότητα από το δίκαιο.  Μπορούμε  λοιπόν βάσιμα να μιλάμε για την Ανισότητα των Συναλλαγών.

Το πράγμα όμως αλλάζει όταν ένας από τους δυο συναλλασσόμενους είναι έμπορος. Αυτός φροντίζει να διευρύνει τη ρωγμή ανισότητας της απλής ανταλλαγής. Η εμπορική πράξη γι αυτόν έχει νόημα όταν του αποφέρει κέρδος. Έτσι πρέπει να αγοράσει φθηνά και να πουλήσει ακριβά. Αγοράζει μόνο σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που υπολογίζει πως  θα μπορέσει να πουλήσει το ίδιο ακριβώς εμπόρευμα και πουλά σε υψηλότερη τιμή από αυτήν που αγόρασε.  Το κέρδος για τον έμπορο προκύπτει  από τη διαφορά τιμής   μεταξύ αγοράς και πώλησης. Διαφορετικά αντί για κέρδος καταγράφει ζημιές και, αν αυτό συνεχιστεί για πολύ, δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να κάνει για πολύ καιρό  τον έμπορο. Οφείλει επίσης ασφαλώς να ξέρει την αγορά ή τις αγορές, τη διακύμανση των τιμών, τη προσφορά, τη ζήτηση κλπ. Όχι μόνο υπερέχει των άλλων στην έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση πάνω στο θέμα αλλά και επιδιώκει να τη προβλέπει και να τη  διαμορφώνει.

Λογικά και πραγματικά ο έμπορος κερδίζει  και στις δυο πράξεις και στην αγορά και στην πώληση, συνεπώς κερδίζει και από τον παραγωγό ή πωλητή αλλά και από τον αγοραστή ή καταναλωτή. Από τον ίδιο του το ρόλο, από τα συμφέροντά του επίσης οφείλει να είναι ανταγωνιστικός στις συναλλαγές του, χωρίς όμως να ξεπερνά τα κοινωνικώς αποδεκτά όρια ή μέτρα. [6*]

Προφανώς  ο έμπορος δεν ικανοποιεί κάποια ανάγκη του από τη χρήσιμη αξία του εμπορεύματος οπότε τον ενδιαφέρει η ανταλλακτική  αξία του εμπορεύματος, ο κοινωνικά αναγκαίος  χρόνος  παραγωγής του,  και  για χάρη της πραγματοποιεί  τις συναλλαγές . Επίσης τον ενδιαφέρει να ξέρει τη χρήσιμη αξία του εμπορεύματός του αλλά  για ..τους άλλους. [7*] Επινοεί μάλιστα πολλούς τρόπους για να την ενισχύσει στα μάτια και στη φαντασία  των πελατών του. Έτσι υπάρχει ασφαλώς η κοινωνικά αντικειμενική ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων που παίζει καθοριστικό ρόλο στις συναλλαγές ή το ρόλο του κατώτερου ορίου αλλά τελικά η τιμή μπορεί να κυμαίνεται  γύρω από αυτήν, κατά κανόνα πάνω, όταν ο έμπορος πουλά  και   κάτω από αυτήν, όταν ο έμπορος αγοράζει από μικροπαραγωγό ή γενικότερα από παραγωγό σε δυσχερή θέση.

Οι    εμπορευματικές σχέσεις  λοιπόν είναι  άνισες σχέσεις, εμπεριέχουν ανισότητα στις ανταλλακτικές  αξίες  των εμπορευμάτων που ανταλλάσσονται και το κέρδος πατάει σε αυτήν ακριβώς την ανισότητα. Ο έμπορος ιδιοποιείται υπεραξία που δεν έχει παράγει ο ίδιος και από τον προμηθευτή του και από τον πελάτη του. Διαφορετικά δεν θα ήταν πρόθυμοι οι άνθρωποι να ασκούν το επάγγελμα του εμπόρου, γιατί βασικό κίνητρο της επαγγελματικής τους ενασχόλησης  είναι το κέρδος είτε για κάλυψη των οικογενειακών καταναλωτικών αναγκών είτε για αύξηση του κεφαλαίου τους.

Ασφαλώς  και από μια ανταλλαγή μικρής αξίας  δεν υπάρχει  τρόπος  να πλουτίσει. Μα  έμπορος   λογίζεται αυτός που κάνει χιλιάδες τέτοιες πράξεις,  οπότε  το μικρό έστω κέρδος από κάθε συναλλαγή πολλαπλασιάζεται.  Και ο μεν μικροέμπορος, ο λιανοπωλητής, πραματευτής λέγανε παλαιότερα, δύσκολα μπορεί να πλουτίσει. Τα  πράγματα  αλλάζουν, όταν περνάμε σε εμπορικές επιχειρήσεις με υπαλλήλους και σε χονδρέμπορους με εγκαταστάσεις, αποθήκες και αρκετούς υπαλλήλους, συνεπώς με εργατικό προσωπικό.

Διαφέρει συνεπώς η εμπορική συναλλαγή από την απλή. Διαφέρει ποσοτικά και ποιοτικά. Μια μοναδική συναλλαγή όχι μεγάλης αξίας δεν παράγει αξιόλογο κέρδος απαιτούνται πολλές, οπότε το συνολικό εμπορικό κέρδος προκύπτει ως γινόμενο του κέρδους κάθε πράξης επί του πλήθους των πράξεων. Επειδή όμως το κέρδος μιας τέτοιας πράξης έχει κατά κανόνα περιορισμένα όρια εκείνος ο συντελεστής που δύναται να αυξηθεί είναι ο αριθμός των πράξεων και αυτό ακριβώς επιδιώκει ο έμπορος και το εμπόριο. Την αύξηση των πράξεων, στο χώρο, στην επικράτεια, στον πλήθος των πελατών, στην ποικιλία των ειδών, στη χρονική διάρκεια. (Αυτή μάλιστα η τάση διεύρυνσης των εμπορικών συναλλαγών διατρέχει, μετά την προϊστορία, όλη την ως τώρα ιστορική περίοδο του ανθρώπινου πολιτισμού, του καπιταλισμού συμπεριλαμβανομένου). 

Επίσης ποιοτικά. Στην απλή συναλλαγή ελάχιστα ενδιαφέρει η όποια μικρή διαφορά στις ανταλλακτικές αξίες των αντικειμένων ούτε παράγει κάποιο αποτέλεσμα ή συνέπεια. Αντίθετα στην εμπορική πράξη ενδιαφέρει πρωτίστως αυτή ακριβώς η διαφορά και όλη η εμπορική κίνηση γίνεται γι’ αυτήν ακριβώς, για το κέρδος.

Για χάρη του κέρδους έμπαιναν σε μεγάλους κινδύνους ιδιαίτερα στο αρχαίο θαλάσσιο εμπόριο όπου έρχονταν αντιμέτωποι με πειρατές, με θανάσιμες θαλασσοταραχές,… το κέρδος τους ήταν επομένως ανάλογο των κινδύνων που ανελάμβαναν.

Αν δεν υπήρχε το κέρδος, τότε δεν θα υπήρχαν επαγγελματίες έμποροι και μάλιστα αρχαίο θαλάσσιο εμπόριο στο οποίο ο έμπορος έπρεπε να είναι δεινός θαλασσοπόρος και υπέρτερος πολεμιστής των πειρατών. Μόνο υψηλότατα ποσοστά κέρδους, υπέρτερα της πειρατείας ακόμα δικαιολογούσαν την εμπορική δραστηριότητα.

Άλλωστε η ανταλλακτική αξία είναι συχνά σταθερή για αρκετό διάστημα και αλλάζει αργά αντίθετα η τιμή κυμαίνεται,  παίζει στο χώρο, από περιοχή σε περιοχή και σε μικρά χρονικά διαστήματα. Κάποτε μάλιστα παρεμβαίνει το κράτος, με νόμο, για τη σταθεροποίηση των τιμών. 

Ισχύει επομένως η ανισότητα των συναλλαγών. Γιατί καθώς ο έμπορος ανταλλάσσει χρήσιμη αξία για ανταλλακτική αξία ο αγοραστής ενδιαφέρεται  μάλλον να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη του και συχνά δεν γνωρίζει την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος που επιθυμεί να αγοράσει  ιδιαίτερα, όταν αυτό έρχεται από μακρινά γι’ αυτόν μέρη. Προφανώς στην εμπορική πράξη δεν είναι ίσοι έμπορος και αγοραστής. Επίσης ο μεγαλέμπορος ως αγοραστής πλεονεκτεί έναντι των μικρών παραγωγών. 

«Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, όπου λειτουργία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση υπεραξίας ή υπερπροϊόντος αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους» Μαρξ, κεφάλαιο 2ος σελ. 54. ΣΕ1979. Μόνο στη βιομηχανία  το κεφάλαιο  παράγει την υπεραξία που ιδιοποιείται,  από την απλήρωτη εργασία των εργαζομένων, σε όλες τις άλλες, τις πάμπολλες  μορφές του, και στο εμπόριο προφανώς, το κεφάλαιο ιδιοποιείται υπεραξία που παρήγαγαν άλλοι, είτε ως παραγωγοί άμεσα είτε ως καταναλωτές έμμεσα.

Επίσης η ύπαρξη του βιομηχανικού κεφαλαίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του εμπορικού κεφαλαίου, το οποίο προηγείται χρονικά, όπως ιστορικά και πραγματικά τεκμηριώνεται. Ακόμα το εμπόριο και το εμπορικό κέρδος προϋπάρχει του κεφαλαιοκρατικού συστήματος αλλά μόνο εντός  του συστήματος αυτού μετασχηματίζεται η λειτουργία του εμπορίου σε κεφαλαιοκρατική.

Σημειώσεις.

[1*] «με συγγενή σου φάε και πιε και νταραβέ μην κάνεις» λέει μια παλιά   λαϊκή παροιμία.  Στην αντίληψη αυτή η εμπορευματική σχέση θεωρείται ως άρνηση της συγγενικής.  Χωρίς αυτό να αναιρεί την κοινωνική χρησιμότητα και των δυο σχέσεων, μεταβαλλόμενων πάντως καθώς και οι γενικότερες κοινωνικές σχέσεις όπως και η όλη κοινωνική δόμηση μεταβάλλεται.

[2*] «Τα εμπορεύματα, πρέπει ανεξάρτητα από τη σχέση ανταλλαγής ή τη μορφή που εμφανίζονται ως ανταλλακτικές αξίες, να εξεταστούν πρώτα ως αξίες αδιακρίτως… Το αξιακό  ‘’Είναι’’ τους αποτελεί αντιθέτως την ενότητά τους, -το ταυτόν στοιχείο τους. Αυτή η ενότητα δεν πηγάζει από τη φύση αλλά από την κοινωνία» κεφάλαιο, Μαρξ.

[3*] Λυσίας. https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=42

[4*] η συνεργασία και ο ανταγωνισμός συγκροτούν αντιθετικό δίπολο. Στην κοινωνία υπάρχουν και τα δυο, με ελαφρά ίσως υπεροχή της συνεργασίας…

[5*] στην απλή ανταλλαγή  έχουμε: Ανταλλακτική αξία εμπορεύματος (α) = ανταλλακτική αξία εμπορεύματος (β) επίσης όμως πρέπει: χρήσιμη αξία εμπορεύματος (α), όπως την υπολογίζει για τις ανάγκες του ο κάτοχος του (α) εμπορεύματος  = χρήσιμη αξία εμπορεύματος (β), όπως την υπολογίζει για τις ανάγκες του ο κάτοχος του (β) εμπορεύματος. Ή για συντομία:  χρήσιμη αξία του εμπορεύματος (α) = χρήσιμη αξία του εμπορεύματος(β). Πρέπει λοιπόν στην απλή ανταλλαγή να έχουμε τετραπλή ισότητα:

 1. ανταλ. αξία (α)= ανταλ. αξία (β)

 2. χρήσιμη αξία (α)= χρήσιμη αξία (β)

 3. ανταλ. αξία (α)= χρήσιμη αξία (β)

4. χρήσιμη αξία (α)= ανταλ. αξία (β)

Προφανώς μια τέτοια τετραπλή ισότητα είναι  τις πολλές φορές ανέφικτη χωρίς αυτό να εμποδίζει τις συναλλαγές, γιατί τα πράγματα απλοποιούνται  και το κύριο ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η τέλεια ισότητα.

[6*] Κάπηλοι, λεξικό:  μαυραγορίτες, μικροέμποροι, αισχροκερδείς, δόλιοι εκμεταλλευτές. Καπηλεύω (αρχαίο ρήμα): εμπορεύομαι είδη λιανικής.  Αντίθετα   οι έμποροι ασχολούνταν με εισαγωγές και εξαγωγές.

[7*] Μπρεχτ    Τι είναι το ρύζι; Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι /Εκεί ψηλά στο βουνό χρειάζουνται ρύζι. / Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες /θ’ ακριβύνει το ρύζι γι’ αυτούς εκεί πάνω. / Οι μαούνες του ρυζιού θα ‘χουν λιγότερο ρύζι /και το ρύζι φτηνότερο θα ‘ναι για μένα./ Τι είναι στ’ αλήθεια το ρύζι  /πού να ξέρω το ρύζι τι είναι /ποιός να το ξέρει τάχα. /Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι /ξέρω την τιμή του μονάχα.

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος. όταν καθολικεύεται η εμπορευματική μορφή παραγωγής (καπιταλισμός), η ανθρώπινη εργασία καθίσταται μια αφαίρεση που αντικειμενοποιείται σε εμπορεύματα (παίρνει τη μορφή των αντκείμενων-εμπορευμάτων),  γίνεται πράγμα που πουλιέται.

Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ονομάζει αυτό το φαινόμενο φετιχισμό του εμπορεύματος: «Είναι μόνο μια καθορισμένη κοινωνική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους, που, γι’ αυτούς, παίρνει εδώ τη φανταστική μορφή μιας σχέσης των πραγμάτων ανάμεσά τους. Για να βρούμε ένα ανάλογο φαινόμενο, πρέπει να το αναζητήσουμε στη σκοτεινή περιοχή του κόσμου της θρησκείας. Εδώ τα προϊόντα του ανθρώπινου εγκεφάλου φαίνονται σαν είναι ανεξάρτητα, προικισμένα με δική τους ζωή, που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και μεταξύ τους. Το ίδιο γίνεται και με τα προϊόντα του ανθρώπινου χεριού στον κόσμο των εμπορευμάτων. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό, που κολλάει στα προϊόντα της εργασίας μόλις αρχίσουν να παράγονται σαν εμπορεύματα και που γι’ αυτό είναι αχώριστος από την εμπορευματική παραγωγή. Αυτός ο φετιχικός χαρακτήρας του κόσμου των εμπορευμάτων πηγάζει από τον ιδιόμορφο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα». (Τόμος πρώτος, σελίδα 86).

1α. ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΘΗΚΗ- ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΙΣΟΤΗΤΑ

Αντίθετα με τη θέση για την ανισότητα των συναλλαγών, με λογική, με μαθηματική αυστηρότητα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως ανταλλαγή σημαίνει ισότητα. Χωρίς ισότητα δεν υπάρχει ανταλλαγή, «οὔτ’ ἀλλαγὴ ἰσότητος μὴ οὔσης». Ακλόνητο λογικά επιχείρημα. Στην κοινωνική πράξη όμως υπάρχει και το εμπορικό κέρδος. Οπότε η λογικά αναγκαστική ισότητα  της συναλλαγής οφείλει να συνυπάρξει με την ανισότητα της κοινωνικής πράξης.

Ο συντάκτης του «Οργάνου»  ακολουθεί για να φτάσει στο συμπέρασμα αυτό τους κανόνες σωστού συλλογισμού:  -«τὸ δὴ νόμισμα ὥσπερ μέτρον σύμμετρα ποιη̂σαν ἰσάζει: οὔτε γὰρ ἂν μὴ οὔσης ἀλλαγη̂ς κοινωνία ἠ̂ν, οὔτ’ ἀλλαγὴ ἰσότητος μὴ οὔσης, οὔτ’ ἰσότης μὴ οὔσης συμμετρίας».

–  Το νόμισμα, όπως ακριβώς κάνει το μέτρο, αφού κάνει τα εμπορεύματα σύμμετρα, (συγκρίσιμα, όμοια, ίδια)  τα κάνει ίσα, (σ.σ αναιρούνται οι ποιοτικές διαφορές των προς ανταλλαγή και απομένουν μόνο οι ποσοτικές)  γιατί χωρίς ανταλλαγή δεν υπάρχει κοινωνία, (κοινότητα, ομάδα, συνεργασία), ούτε μπορεί να γίνει  ανταλλαγή χωρίς ισότητα και δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα  χωρίς συμμετρία, χωρίς ομοιότητα, χωρίς κοινή ιδιότητα, η οποία επιτρέπει τη μέτρηση, καθώς μόνο όμοια πράγματα μπορούν να μετρηθούν με το ίδιο μέτρο. (Προηγείται η ταξινόμηση  της αρίθμησης και της μέτρησης μας έχει αλλού εξηγήσει.)

Η αντίφαση όμως υπάρχει «φυσικά» στη ζωή των κοινωνιών. Ασφαλώς κάθε ανταλλαγή συνεπάγεται ισότητα, η οποία όμως  δεν εμποδίζει την επόμενη ανταλλαγή να πραγματοποιείται σε άλλη ισότητα, σε άλλη τιμή. Άρα μιλάμε για ισότητα που μεταβάλλεται.  Επειδή δε αυτή η μεταβολή δεν οφείλεται στη μεταβολή της αντικειμενικά και κοινωνικά οριζόμενη αξίας, ανταλλακτικής αξίας ή και της κοινωνικά οριζόμενης χρείας κατά Αριστοτέλη,  αναγκαστικά οφείλεται   στους συναλλασσόμενους, στις συνθήκες και τους όρους διαπραγμάτευσης, στην οικονομική ισχύ τους,  στις ανάγκες, τους ρόλους και τους υπολογισμούς τους.

– Αλλά τι ακριβώς μετρά το νόμισμα;

Το νόμισμα μετρά την αξία. Οπότε το ζήτημα είναι η φύση της αξίας.   Τι είναι η αξία, αυτό το κοινό χαρακτηριστικό των ανταλλαγών που τα κάνει όμοια και συνεπώς μετρήσιμα με το ίδιο μέτρο; Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως είναι η χρεία ενώ ο Μαρξ με τον Άνταμς Σμιθ  θεωρούν την κοινωνική εργασία.( Ο Smith αναφέρει ότι, αν και η εργασία αποτελεί το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας κάθε εμπορεύματος η αξία του δεν εκτιμάται συνήθως μέσω αυτής).

Η αξία όμως δεν είναι μονοδιάστατο μέγεθος, δεν είναι υλικό  ατομικού τύπου αλλά μοριακού. Είναι σύνθεση.  Είναι σύνθεση εργασίας και χρείας.  Είναι σχέση  η αξία. Σχέση παραγωγών και καταναλωτών. Σχέση κοινωνικών παραγωγών, εργασιών, κοινωνικών ρόλων. Σχέση εργασίας και χρείας, ανταλλακτικής και χρήσιμης αξίας, σχέση αντικειμενικού και υποκειμενικού. Είναι σύνθεση της θέσης του Αριστοτέλη και του Μαρξ. 

Οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε πως στον Αριστοτέλη, όπως υποστηρίζει ο Buridan (ca.1300-1358 ), η χρεία δεν νοείται ως η υποκειμενική εκτίμηση του ατόμου αλλά ως μία συλλογική εκτίμηση της κοινότητας για την πραγματική χρεία του αγαθού. «Το μέτρο των εμπορευσίμων πραγμάτων είναι η κοινή ανθρώπινη χρεία».

Το ίδιο το νόμισμα ονομάζεται έτσι επειδή προέκυψε από το νόμο. Το μέτρο λοιπόν της αξίας  των εμπορευμάτων είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης σύμβασης, ανθρώπινης συμφωνίας. Κοινωνικής συμφωνίας. Δεν έχει προκύψει από τη φύση. «διὰ του̂το τοὔνομα ἔχει νόμισμα, ὅτι οὐ φύσει ἀλλὰ νόμῳ ἐστί, καὶ ἐφ’ ἡμι̂ν μεταβαλει̂ν καὶ ποιη̂σαι ἄχρηστον.» Αριστοτέλης.   Άρα όχι η φύση μα ο άνθρωπος, ο κοινωνικός άνθρωπος, συχνά ο πολίτης, είναι κατά βάθος το μέτρο. ( Ακριβέστερα   ο Μαρξ  μιλά για την αφηρημένη κοινωνική εργασία).

– Είναι επίσης αυτονόητο πως χωρίς νόμο, κοινωνικά οριζόμενο νόμο από κοινωνία θεσμίζουσα  δεν υπάρχει νόμισμα.  Έτσι είναι αφύσικος, παράλογος και αντικοινωνικός ο ισχυρισμός  πως η διαμόρφωση των τιμών πρέπει να αφεθεί στην υποκειμενικότητα των εκάστοτε συναλλασσόμενων ατόμων. Αυτό ακριβώς είναι η θεωρία της διαμόρφωσης των τιμών από την «αγορά».

Επισημαίνει επίσης ο Αριστοτέλης:   αφού όμως το μέτρο ορίζεται με ανθρώπινη συμφωνία, μάλλον με κοινωνική σύμβαση, και η ισότητα μεταξύ των εμπορευμάτων  ορίζεται κοινωνικά.  Πηγή δε της αξίας θεωρεί τη χρεία. Η οποία πια ορίζεται «φύσει». Ο Άνταμς Σμιθ και ο Μαρξ τη μέθοδο και τη συλλογιστική του Αριστοτέλη ακολουθούν, όταν ορίζουν ως πηγή της αξίας όχι πια τη χρεία αλλά την εργασία, την κοινωνικά αφηρημένη εργασία και όχι πια την εκάστοτε συγκεκριμένη.  Η οποία εξομοιώνει όλες τις εργασίες και τις εξισώνει κατ αναλογία. 

-Αλλά για τι είδους ισότητα γίνεται λόγος;

Πρόκειται για ισότητα κατά συνθήκη, κατά συμφωνία, μετρημένη άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε με τα μέτρα των συναλλασσομένων. Οπότε προκύπτει ποικιλία ισοτήτων  που γίνεται αντιληπτή ως ποικιλία  τιμών. Έτσι  η δυνατότητα των ατόμων να συνάπτουν συμφωνίες και να ορίζουν τιμές  δεν εμποδίζει την κοινωνία ως σώμα, ως υπεροργανισμό ίσως, να ορίζει τιμές.

Η κοινωνία μάλιστα δύναται  να ορίζει τις τιμές διυποκειμενικά, αντικειμενικά  κατά τον Αριστοτελικό ή το Μαρξιστικό τρόπο. Αυτή δε η κοινωνικά μετρούμενη αξία υπάρχει λογικά, πραγματικά, αντικειμενικά. Για αιώνες μάλιστα τα κράτη παρενέβαιναν ή και όριζαν τις τιμές. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο εκάστοτε κρατισμός ορισμός ήταν ακριβής ή και δίκαιος κοινωνικά.

Ποιος διαμορφώνει τις τιμές;  Κομβικό και κυρίαρχο ερώτημα…

Πάντως ο ορισμός των τιμών είναι άσκηση εξουσίας. Οικονομικής εξουσίας η οποία είναι τμήμα και βάση της πολιτικής εξουσίας. Άλλωστε παλιότερα γινόταν λόγος για πολιτική οικονομία, γιατί δεν υπάρχει οικονομία ασύνδετη με την πολιτική. Η διαμόρφωση των τιμών από τις «αγορές», με βάση το νόμο της αγοράς και της ζήτησης, ο οποίος είναι ακριβώς νόμος της «αγοράς», όπως και η λεγόμενη στην εποχή μας «ελευθερία των αγορών»  σημαίνει την εξουσία των οικονομικά ισχυρών, οικονομική εξουσία και στην ουσία της πολιτική. Αυτός που ορίζει τις τιμές ασκεί εξουσία, έχει την εξουσία,  της κρατικής συμπεριλαμβανομένης. (Για παράδειγμα ο ασθενής στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου δεν είναι σε θέση να  διαπραγματευτεί τις τιμές των ιατρικών επεμβάσεων, αυτός έχει ανάγκη, το νοσοκομείο, ιδιαίτερα αν είναι εμπορική επιχείρηση, έχει ελευθερία). 

Επίσης στον ορισμό των τιμών  παίζει βασικό ρόλο  η ιδιοκτησία, η οποία δεν είναι «φύσει» αλλά ορίζεται από το νόμο, τον εκάστοτε ανθρώπινο νόμο,  είναι ουσιαστικά κοινωνική σχέση και το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα.  Στην ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών  από την επανάσταση των δούλων με τον Σπάρτακο στην Αρχαία Ρώμη, ως την εξέγερση των χωρικών στο Μεσαίωνα και ως την Οκτωβριανή Επανάσταση το ζήτημα της ιδιοκτησίας ήταν το μεγάλο επίδικο.

Λογικά η ύπαρξη της αξίας βασιζόμενης στην εργασία και η διακύμανση των τιμών αναλογεί  στη σταθερή στάθμη της θάλασσας που συνυπάρχει με τους μύριους κυματισμούς της.

Στην εμπορική σχέση έχουμε λοιπόν τη σύμφυση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού, του κοινωνικού και του ατομικού, της συνεργασίας με τον ανταγωνισμό.   Η κοινωνική ρύθμιση του ζητήματος είναι συνεπώς αναγκαία.

https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ECON219/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1%20%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B7/Axiologica%20Nicomachean%20Ethics%20and%20Politcal%20Economy%20sub.pdf

ΠΗΓΗ: 04.09.2021, https://tsoucalas.blogspot.com/2021/09/1.html.

* Ο Χρήστος Τσουκαλάς είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.