Τα παραμύθια του παππού (6): Η μάσκα του δράκου


-Μπορεί να έχεις δίκιο. Στο δεύτερο όμως κύμα του χειμώνα, τότε που μέσα σε δυο μήνες πέθαναν πάνω από 5000 άνθρωποι, την έκαναν υποχρεωτική. Μέσα κι έξω. Βάζανε μάλιστα και ακριβά πρόστιμα αν δεν τη φορούσες. Ήμασταν, λοιπόν, υποχρεωμένοι ακόμη και στην εξοχή να φοράμε μάσκα.
-Για να μη μείνουν απούλητες, ρε παππού, δεν καταλαβαίνεις;
-Μπορεί… Πράγματι οι βιομηχανίες είχαν παράγει εκατομμύρια μάσκες…. Έπρεπε να πουληθούν.
-Και πώς ήταν η ζωή με μάσκα;
-Δύσκολη, πολύ δύσκολη. Ξέρεις με τη μάσκα εισπνέεις την εκπνοή σου. Έτσι εισπνέεις λιγότερο οξυγόνο και περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα. Η αναπνοή γίνεται ανθυγιεινή και οι άνθρωποι ήταν πάντα ζαλισμένοι… Αλλά τη φορούσαμε… Δηλαδή που λέει ο λόγος . Γιατί πολλοί τη φορούσαν μόνο στο στόμα, η μύτη έξω. Ίσα – ίσα να γλυτώνουν το πρόστιμο. Αλλά η γιαγιά σου κι εγώ τη φορούσαμε κανονικά. Θέλαμε να προστατεύουμε το μωρό μας. Καθώς, λοιπόν, όλοι κυκλοφορούσαμε με μάσκα, κανείς δεν ξεχνούσε το δράκο. Η μάσκα ήταν το σύμβολο του που μας κρατούσε όμηρους στο φόβο του. Κάποιοι έλεγαν, πως «αυτός ο φόβος προστατεύει από το δράκο». Αλλά το πιο σωστό ήταν πως «ο φόβος φυλάει τα έρμα». Γιατί τότε νοιώθαμε έρημοι και απροστάτευτοι…
-Γιατί, παππού; Δεν σας προστάτευε η κυβέρνηση;
-Μα σου έχω μιλήσει γι΄ αυτήν. Παντού ελλείψεις: νοσοκομεία, γιατροί, νοσοκόμοι, αίθουσες σχολείων, λεωφορεία , άσε στα γηροκομεία… Μετά δεν είχαμε φάρμακα. Μόνο lockdown, καραντίνα στα σπίτια… και μας παρηγορούσαν με το εμβόλιο. Μεγάλη ιστορία αυτό το εμβόλιο…. Αξίζει να την ακούσεις…. Οι φαρμακοβιομηχανίες που λες….
-Άστο, άστο αυτό, παππού. Άλλη φορά. Τώρα θέλω ιστορία με μάσκες.
-Μα τι ακριβώς θέλεις;
-Να, παππού. Να είσαι δίπλα με το δικό σου άνθρωπο και να μην τον αναγνωρίζεις. Πλάκα που θα είχε….
-Εντάξει, θα σου πω μια τέτοια ιστορία… Όταν είχα απολυθεί και έμεινα άνεργος δεν το είπα στη γιαγιά σου. Κάθε πρωί, λοιπόν, φορούσα τη μάσκα μου κανονικά, το κράνος της βέσπας, το χοντρό μπουφάν, και έφευγα από το σπίτι σαν να πήγαινα στη δουλειά. Γυρνούσα κάθε μέρα από δω κι από κει, μήπως βρω κάτι, έστω και προσωρινό. Μια μέρα είχα ραντεβού σε μια πιτσαρία για ντελιβεράς. Η πιτσαρία ζητούσε προσωπικό.
Στάθηκα τελευταίος στη σειρά, όρθιος έξω από το μαγαζί. Να έρθει η σειρά μου να μπω μέσα. Ξαφνικά βλέπω να έρχεται μια γυναίκα που κάτι μου θύμιζε και να στέκεται πίσω μου. Έριξα μια γρήγορη ματιά και κατάλαβα πως ήταν η γιαγιά σου. Φορούσε μάσκα, ένα σκουφί που κατέβαινε μέχρι τα μάτια, κασκόλ…. Με κοίταξε κι αυτή, δεν έκανε όμως καμιά κίνηση. Σκέφτηκα, δεν με γνώρισε. Αποφάσισα τότε να μην της μιλήσω.… Γιατί θα έπρεπε να της πως την αλήθεια. Κατάλαβα όμως ότι έψαχνε για δουλειά και αυτό…. μου άρεσε. Όταν ήρθε η σειρά μου, με πλησίασε. «Μου παραχωρείτε τη σειρά σας, κύριε, γιατί έχω αφήσει τα παιδιά μόνα τους στο σπίτι»; με ρώτησε. Τάχασα. Η φωνή της μέσα από τη μάσκα ακουγόταν βαριά, διαφορετική. «Ευχαρίστως, κυρία μου», απάντησα. Όταν προχώρησε μπροστά μου την ξανακοίταξα…. Λες να μην είναι αυτή; αναρωτήθηκα. Με προβλημάτιζε που μου μίλησε για παιδιά, ενώ εμείς τότε είχαμε ένα μόνο παιδί, τον πατέρα σου.
-Και μετά και μετά;
-Όταν την είδα να βγαίνει σιγουρεύτηκα πως ήταν αυτή. Το μεσημέρι γύρισα σπίτι στην ώρα μου. Σαν να είχα πάει για δουλειά. Η γιαγιά σου ήταν εκεί σαν να μην είχε βγει καθόλου από το σπίτι. Δεν της είπα τίποτα για τη συνάντησή μας. Δυο μέρες μετά πάλι κάπου την είδα, από μακριά αυτή τη φορά, να ψάχνει για δουλειά. Το μεσημέρι που γύρισα σπίτι εκεί που τρώγαμε, δεν άντεξα. «Ψάχνεις για δουλειά, Μαρία;» τη ρώτησα…. «Ναι, το σκέφτομαι», μου είπε…. «Πού θα αφήνεις το παιδί;» τη ρώτησα… «Κανόνισα με τη μάνα μου να μου το φυλάει», μου είπε…. «Ξέρεις είναι δύσκολο να βρεις δουλειά τώρα με το δράκο», την ενημέρωσα…. «Το ξέρω, μου είπε. Είναι δύσκολο και για μένα και για σένα»…. Τάχασα. «Το ξέρεις»; ρώτησα. «Το ξέρω, Γιάννη μου, σε είδα προχτές στην πιτσαρία»…. «Κι εγώ σε γνώρισα, αλλά νόμισα πως δεν…» της είπα. Και αμέσως τη ρώτησα: «Γιατί μου είπες πως είχες αφήσει μόνα τα παιδιά σου;»…. «Να σε μπερδέψω, αν είχες κάτι υποψιαστεί», απάντησε γελώντας…. Και τότε που λες σηκωθήκαμε και οι δυο από το τραπέζι, αγκαλιαστήκαμε και υποσχεθήκαμε πως….
-Έλα ρε παππού, μου το χάλασες…. Εγώ ήθελα μια ιστορία που να μην αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον…. να γίνεται μπέρδεμα. Να, όπως να πηγαίνεις σχολείο να πάρεις το παιδί σου, να μπερδεύεις τα παιδιά και να παίρνεις κάποιο ξένο. Αυτό θα είχε μεγάλη πλάκα, ε παππού;

* Ο Βασίλειος Χριστόπουλος είναι συγγραφέας, σπούδασε στην Αθήνα, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πολιτικός μηχανικός και στη Γλασκώβη, μεταπτυχιακά στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα από το 1976.ΠΗΓΗ: 28.12.2020, ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ του παππού για την εποχή του κορωνοϊού – λογοτεχνία στην κοινωνία (wordpress.com).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.