Η πανδημία και οι κυβερνητικές πολιτικές στην έρευνα – ο ένοχος

Και σε 12 μόλις μήνες από την έναρξη της πανδημίας και οι 220 από τις 220 χώρες και αυτόνομες κρατικές οντότητες της υφηλίου, ακόμη και η Σαμόα και το Βανουατού, έχουν προσβληθεί από τον ιό. Η εξάπλωση της πολυπαραγοντικής αυτής πανδημίας βρίσκεται ξανά σε ιδιαίτερα δυναμική έξαρση., μόνο 23 από τα 220 κράτη και κρατικές οντότητες, κατά κανόνα ωκεάνιοι νήσοι, δεν έχουν κανένα νεκρό (προς ώρας δυστυχώς). 

Κι όλα αυτά, τόσο εξ αιτίας των καίριων πληγμάτων που είχαν υποστεί τα δημόσια συστήματα υγείας από τις νεοφιλελεύθερες χρεοκοπημένες μονομέρειες, όσο και γιατί η ανθρωπότητα από τα τέλη του 2019 βρέθηκε μπροστά σε έναν «άγνωστο». Βρέθηκε δίχως φάρμακα, δίχως στρατηγικές ίασης, δίχως εμβόλιο και δίχως γνώση της ασθένειας αλλά και αυτού καθ’ αυτού του ιού της γνωστής, εντούτοις, οικογένειας. Το άγνωστο αφορά φυσικά όλους ανεξαιρέτως. Το άγνωστο ήταν άγνωστο για όλες τις κοινωνικές και επιστημονικές δυνάμεις, για όλες τις πολιτικές, την αστική πολιτική, τις αριστερές πολιτικές. (Η ρητή ή υπόρρητη αντίληψη περί της πάνσοφης και παντογνώστριας δήθεν αστικής τάξης, τμήματα της οποίας «γνώριζαν» και «σχεδίαζαν» καταχθόνια, είναι αποκυήματα φαντασίας.) Το «άγνωστο» αυτό έφερε την ανθρωπότητα μπροστά σε μια κατάσταση στην οποία η μη φαρμακευτική αντιμετώπιση της ελαύνουσας πανδημίας (απόσταση, μάσκα, απολύμανση, lock down), ήταν αναπόφευκτη και αναπότρεπτη, ήταν απλά λογική συνέπεια.

Αλλά η οικογένεια των κορονοϊών ως γνωστό είναι διαπιστωμένη από τη δεκαετία του 1930. Απασχολεί ιδιαίτερα την ανθρωπότητα, πρόσφατα π.χ. δια του SARS που εκδηλώθηκε το 2002, ή δια του MERS o οποίος διαπιστώθηκε το 2012 και προκάλεσε το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής. Παρόλα αυτά όμως, παρότι οι κορονοϊοί βρίσκονταν από καιρό εντός του επιστημονικού μικροσκοπίου, εντούτοις η ανθρωπότητα βρέθηκε μπροστά σε μια ασυνέχεια, σε ένα γνωστικό κενό στη βάση των επιστημονικών και ερευνητικών δεδομένων (πλην του ό, τι υπήρχε ως το 2014 περίπου).

Η δυσμενής αυτή εξέλιξη, καταμεσής μάλιστα της πιο συγκλονιστικής επιστημονικοτεχνικής έκρηξης, οφείλεται στην πολιτική αντιμετώπισης της βασικής έρευνας από τις κυβερνήσεις ήδη από το τέλος του περασμένου – αυγή του νέου – αιώνα. Οφείλεται στις επιπτώσεις που έχει αυτή η πολιτική γενικά στην επιστήμη, αλλά και ειδικά και στη βασική έρευνα επί των κορονοϊών.

Στην έκθεση που δημοσίευσε το 2016 ο ΟΟΣΑ με τίτλο «Προοπτικές για την επιστήμη, την τεχνολογία και την καινοτομία, 2016» χαρακτηρίζει ως «Απειλή για την προώθηση της καινοτομίας, σε μια περίοδο όπου πολλές παγκόσμιες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η γήρανση του πληθυσμού απαιτούν νέες λύσεις, την πτωτική τάση που παρατηρείται διεθνώς στη δημόσια χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας» (OECD Science, Technology and Innovation Outlook 2016). Σύμφωνα πάλι με τον ΟΟΣΑ (Ναυτεμπορική 13.11.2017) «οι δαπάνες (σ.σ. δημόσιες) για Έρευνα και Ανάπτυξη που πραγματοποιούνται από ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια εμφάνισαν πτώση το 2014 στις χώρες του ΟΟΣΑ, για πρώτη φορά από το 1981». 

Η πτωτική αυτή τάση αφορά λοιπόν όχι τη συνολική – αυτή ενισχύεται σχετικά και μεροληπτικά υπέρ της εφαρμοσμένης έρευνας – αλλά τη «δημόσια χρηματοδότηση της βασικής έρευνας».

Οι πολυεθνικοί και πολυκλαδικοί κατά κανόνα μονοπωλιακοί όμιλοι επεμβαίνουν άμεσα πλέον και ευέλικτα στη χρηματοδότηση της έρευνας υπέρ της εφαρμοσμένης, γιατί αυτή έχει άμεση, σχετικά, και γρήγορη κερδοφορία.

Γι αυτό εξάλλου και η πολιτική των κυβερνήσεων πάνω στα ζητήματα της έρευνας είναι πλέον ολοένα και πιο μεροληπτική υπέρ της εφαρμοσμένης και σε βάρος της βασικής έρευνας. 

Το λάκτισμα αυτής της θανατηφόρας και αντιδραστικής πολιτικής ειδικά για τη βασική έρευνα στους κορονοϊούς, δόθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα, όπως αποκάλυψαν οι New York Times. 

Η βασική έρευνα θεμέλιο της προόδου

Ως γνωστόν η βασική έρευνα είναι το θεμέλιο της ουσιώδους και με άλματα επιστημονικής προόδου της ανθρωπότητας. Είναι ένα πεδίο το οποίο καμία χώρα δεν θα έπρεπε να αγνοεί, αν θέλει να ανταποκριθεί στην εποχή μας, να ανοίξει νέα μονοπάτια στη γνώση, να αντιμετωπίσει απροσδόκητες εξελίξεις. 

 «Αντί να ρωτάμε ποιο είναι το μέλλον της βασικής έρευνας στην Ευρώπη, πρέπει να ρωτάμε ποιο θα είναι το μέλλον της Ευρώπης χωρίς τη βασική έρευνα» είναι η χαρακτηριστική τοποθέτηση του πρώην επιτρόπου Έρευνας Φιλίπ Μπουσκίν το 2014. 

Ο βραβευμένος με Νόμπελ το 1906 Άγγλος φυσικός J. J. Thomson (είχε ανακαλύψει το ηλεκτρόνιο), σε μια ομιλία του το 1961, περιγράφει με έναν αρκετά ενδιαφέροντα τρόπο το ρόλο της βασικής και την εφαρμοσμένης έρευνας και επιστήμης και την αναμεταξύ τους διαφορά:

«Με τον όρο έρευνα στην καθαρή επιστήμη (σ.σ. βασική έρευνα) εννοώ την έρευνα που γίνεται χωρίς να έχουμε ιδέα για την εφαρμογή της στο βιομηχανικό τομέα, αλλά που έχει αποκλειστικό στόχο τη διεύρυνση της γνώσης μας για τους νόμους της Φύσης. 

Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα της «χρησιμότητας» τέτοιου είδους έρευνας, μια περίπτωση που έχει τονιστεί ιδιαίτερα από τον πόλεμο-εννοώ τη χρήση των ακτίνων -Χ στη χειρουργική. 

Πώς ανακαλύφθηκε αυτή η μέθοδος;

Δεν ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας στην εφαρμοσμένη επιστήμη ( σ.σ. εφαρμοσμένη έρευνα) που προσπαθούσε να βρει μία καλύτερη μέθοδο εντοπισμού των πληγών από τις σφαίρες. Τέτοιου είδους έρευνα θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατασκευή βελτιωμένων καθετήρων, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι θα οδηγούσε στην ανακάλυψη των ακτίνων-X. Όχι, αυτή η μέθοδος ανακαλύφθηκε εξαιτίας της έρευνας στην καθαρή επιστήμη, που γινόταν με στόχο να ανακαλύψουμε ποια είναι η φύση του ηλεκτρισμού… Η εφαρμοσμένη επιστήμη οδηγεί σε βελτιώσεις παλαιών μεθόδων, ενώ η βασική επιστήμη οδηγεί σε νέες μεθόδους. Η εφαρμοσμένη επιστήμη οδηγεί σε μεταρρυθμίσεις, ενώ η καθαρή επιστήμη οδηγεί σε επαναστάσεις και οι επαναστάσεις, πολιτικές και επιστημονικές, είναι ισχυρά εργαλεία, εάν είσαι με το μέρος του νικητή.».

Τέτοιες νέες μέθοδοι, εκτός των ακτινών Χ, που επαναστατικοποίησαν τη «φωτογράφηση» του ανθρώπινου σώματος, οδήγησαν σε αλματώδη πρόοδο την ιατρική και τη μηχανική υλικών, είναι αναρίθμητες. Συχνά, οι εφαρμογές στις οποίες οδηγούν είναι εντελώς απρόβλεπτες και αφορούν τομείς πολύ διαφορετικούς από εκείνους τους οποίους αφορούσαν οι εργασίες

Μεγάλα πρόσφατα επιτεύγματα της βασικής έρευνας αποτελούν π.χ. το World Wide Web (WWW), το «ιντερνέτ», το οποίο ανακαλύφθηκε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Έρευνας στην Πυρηνική (CERN), ή το ατομικό ρολόι που χρησιμοποιείται για το Global Positioning System – GPS (το ατομικό ρολόι αναπτύχθηκε το 1940 για την απόδειξη της Θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν). Η ανακάλυψη του φαινομένου του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού που οδήγησε σε πολυάριθμες εφαρμογές στην ιατρική διαγνωστική και στη μελέτη των υλικών. Οι εργασίες, κατά τη δεκαετία του 60, επί της αρχής της εξαναγκασμένης σύμφωνης ακτινοβολίας, του λέιζερ, που βρήκαν πολλαπλές εφαρμογές στη βιομηχανία και την ιατρική. Η πρόοδος των γνώσεων στη φυσική των ημιαγωγών που επέτρεψε την ανάπτυξη των τρανζίστορ, άρα των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και στη συνέχεια των μικροεπεξεργαστών, οι οποίοι αποτελούν τα θεμέλια της ηλεκτρονικής. Στην πληροφορική, τα αναβαθμισμένα λογισμικά που ελέγχουν τις φιλικές προς το χρήστη διεπαφές και τα υπολογιστικά συστήματα στηρίζονται σε μαθηματικούς αλγορίθμους οι οποίοι αναπτύχθηκαν σε πολύ θεωρητικό πλαίσιο και στα πλαίσια της βασικής έρευνας. Στον τομέα των βιοεπιστημών και των βιοτεχνολογιών, η ανακάλυψη των περιοριστικών ενζύμων, προσέφερε στη βιοτεχνολογία, με τη μορφή των «μοριακών ψαλιδιών», εργαλείο καθολικής χρήσεως. Γενικότερα οι επιτυχίες της ιατρικής και φαρμακευτικής έρευνας, και τα βήματα προόδου που έχουν επιτευχθεί στον τομέα της υγείας, βασίζονται κατά μεγάλο βαθμό σε πρωτοποριακές ανακαλύψεις βασικής έρευνας. 

Αυτή τη διεύρυνση στη γνώση, αυτήν την πορεία προς επαναστατικά επιτεύγματα και στη διερεύνηση μοντέλων και πιθανών μεταλλάξεων των κορονοϊών και στην πιθανή αντιμετώπιση τους περιόρισε και φρέναρε – με όλες τις επιπτώσεις σε ανθρώπινες ζωές, θέσεις εργασίας και οικονομικές βυθίσεις – η πολιτική καθήλωσης ή και μείωσης των δημόσιων δαπανών βασικής έρευνας που ακολουθούν οι αστικές κυβερνήσεις.

Ο ένοχος και η επιδείνωση της κατάστασης στη χώρα μας

Στο ερώτημα, επομένως, που προκύπτει, «ποιος είναι ο ένοχος», ποιοι είναι εκείνοι που έφεραν την ανθρωπότητα όχι μπροστά σε μια πανδημία, (πανδημίες εμφανίζονται διιστορικά και σε διαφορετικές κοινωνίες) αλλά μπροστά σε μια άγνωστη πανδημία ενός ιού γνωστής, εντούτοις, οικογένειας ( των κορονοϊών), η απάντηση είναι προφανής .

Ένοχες είναι όλες ανεξαίρετα οι κυβερνήσεις που επεξεργάστηκαν, ενεργά εφάρμοσαν, κάλυψαν ή και ανέχτηκαν τις μεροληπτικές και ετεροβαρείς πολιτικές υπέρ της εφαρμοσμένης και σε βάρος της βασικής έρευνας γενικά αλλά και ειδικά στην υγεία. Όλες ανεξαίρετα οι κυβερνήσεις, νέο συντηρητικές, σοσιαλδημοκρατικές ή συνασπισμένες (Γερμανία, Ελλάδα) που, με τις διαφορές τους και παρά τη διαφορετικότητα τους, κάλυψαν τις πολιτικές αυτές, οι οποίες, όπως το κυνηγόσκυλο στο κυνήγι του θηράματος, τα δίνουν όλα για άμεσα και υψηλά κέρδη. Είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική της μείωσης των δημόσιων δαπανών στη βασική έρευνα και οι αυτονόητες επιπτώσεις επί της βασικής έρευνας γενικά και επί της βασικής έρευνας στους κορονοϊούς, ειδικά.

Αυτή η ετεροβαρής πολιτική στη σχέση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας είναι η εικόνα του κόσμου μας, είναι το απρόσωπο πρόσωπο της σημερινής κοινωνίας, η οποία ως αρχή και τέλος, ως μέσο και σκοπό έχει το κέρδος και την αυτοανάπτυξη του κεφαλαίου.

Στη χώρα μας και σε ό,τι αφορά τη σχέση της επιστημονικής έρευνας με την κοινωνία και την οικονομία τα πράγματα οδεύουν προς το χειρότερο.

Στην έκθεση Πισσαρίδη, αλλά και στις εξαγγελίες του Υπουργείου Ανάπτυξης, υπό τον ανερμάτιστο, αλλά πιστό υπηρέτη των επιχειρηματικών επιδιώξεων ακροδεξιό υπουργό Γεωργιάδη διαχωρίζεται συμβολικά και συνοπτικά η Έρευνα & Τεχνολογία από την Ανώτατη Εκπαίδευση και μεταφέρεται η εποπτεία από το Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης. 

Η επιχειρούμενη μετατόπιση συνοδεύεται και συνοδεύει τις κλασσικές αγοραίες πολιτικές που προωθούν την πολιτική μονοκαλλιέργεια πως όλα πρέπει να ρυθμίζονται αυστηρά χρησιμοθηρικά από τις ανάγκες της αγοράς. 

Ειδικά στις δαπάνες για έρευνα η Ελλάδα βρίσκεται στη 16η θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε..

Το 2019 το ποσοστό των δαπανών Έρευνας & Ανάπτυξης διαμορφώθηκε μόλις στο 1,27% επί του ΑΕΠ, από 1,21% το 2018. Και εντός αυτής της πραγματικότητας τη μεγαλύτερη «συνεισφορά» έχει ο τομέας των επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποίησαν δαπάνες ύψους 1,073,22 εκατ. ευρώ (0,59% του ΑΕΠ) έναντι μόλις 527,06 εκατ. ευρώ (0,28% του ΑΕΠ) των κρατικών δαπανών.

Η έρευνα, θεσμικά πλέον, υπάγεται στα αδηφάγα μονοπωλιακά συμφέροντα. Και μάλιστα σε μια εποχή που απαιτεί μεγάλες διεπιστημονικές συνέργειες και συμπράξεις μεταξύ ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων, τη χρηματοδότηση όλο και πιο μεγάλων ολιστικών ερευνητικών προγραμμάτων, το σχεδιασμό, τις ισχυρές ερευνητικές δομές. Σε μια εποχή που απαιτεί ισόρροπη στήριξη της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. 

Σε αυτήν την εποχή το μόνο που δεν αλλάζει στους βασικούς άξονες είναι η κυβερνητική πολιτική της καθολικής υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο και των διαρκών διευκολύνσεων, παραχωρήσεων και εκχωρήσεων στην πολιτική της άμεσης και ευέλικτης παρουσίας των μονοπωλίων στην ίδια την ερευνητική διαδικασία. 

Αλλά αυτός είναι ο καπιταλισμός στη νέα εποχή του διάχυτου φόβου, αλλά και της αναγεννώμενης (με «νου» και σχέδιο) ελπίδας.

ΠΗΓΗ: ΤΡΙΤΗ, 08 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020, Η πανδημία και οι κυβερνητικές πολιτικές στην έρευνα – ο ένοχος, του Αλέκου Αναγνωστάκη – Kommon.

Ο Αλέκος Αναγνωστάκης είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.