Η ευχαριστιακή θεολογία μετά την πανδημία του κορωνοϊού

Πολύ σύντομα, η συζήτηση έλαβε οξείες διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής οξύτητας, εν όψει της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της επερχόμενης γιορτής του Πάσχα, κατά την οποία παρατηρείται πολύ μεγάλη προσέλευση των πιστών, τόσο στους ναούς, όσο και στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας καθώς και κατά την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου.

Αίφνης, επανεμφανίστηκε το πρόβλημα της αναζωπύρωσης του εκκλησιαστικού «συντηρητισμού» (πολλές φορές και φονταμενταλισμού) αλλά και ενός αχαλίνωτου «προοδευτισμού», με ορατή την πόλωση εκκλησιαστικών και θεολογικών μερίδων.

Οι εκκλησιαστικές και θεολογικές αντιδράσεις επί του ζητήματος, αν και μέχρι τώρα εκφράστηκε μια μικρή μερίδα του θεολογικού κόσμου, εμφάνισαν μιαν χαρακτηριστική ποικιλομορφία.

Από ολοπρόθυμη αποδοχή της κρατούσας επιστημονικής άποψης, μέχρι κάθετη απόρριψη της παραμικρής πιθανότητας μετάδοσης της νόσου από τη Θεία Μετάληψη και όχι μόνο.

Αξιοσημείωτες παραμένουν οι αντιδράσεις αφενός τοπικών Εκκλησιών, που έσπευσαν αμέσως να υιοθετήσουν εναλλακτικές λύσεις, μέχρι την αμετακίνητη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εξέφρασε σε κάθε τόνο τη θέση της ότι ο κοροναϊός δεν μεταδίδεται με τα ευχαριστιακά είδη, παρά την αξιοσημείωτη συναινετικότητά της, την κατανόηση που επέδειξε και την τελική συμμόρφωσή της με τις αποφάσεις της πολιτείας.

Προοδευτικά, το θέατρο των εξελίξεων αλλά και των θεολογικών συζητήσεων μετατοπίστηκε στις Η.Π.Α., όπου την έξαρση της λοίμωξης ακολούθησε ανάλογη έξαρση θεολογικού προβληματισμού και παραγωγής κειμένων, δημοσιευμένων κυρίως στο διαδίκτυο, πολλά των οποίων συμπεριλήφθηκαν στον εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόμο με τίτλο Καιρός του ποιήσαι: Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού, της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος.

Με την παρούσα παρέμβαση, επιθυμούμε να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στο ζήτημα της μετάδοσης ή μη λοιμωδών νοσημάτων από τα ευχαριστιακά είδη, όχι παραθεωρώντας τη σημασία άλλων ζητημάτων θεολογικού ενδιαφέροντος που προέκυψαν, αλλά προσπαθώντας να συμβάλλουμε, έστω και κατ’ ελάχιστον, σε έναν διάλογο που αφορά στην ουσία του εκκλησιολογικού προβληματισμού.

Ωστόσο, δεν θα αποτολμήσουμε τη διατύπωση όποιας θέσεως, αφήνοντας το κρίσιμο αυτό έργο σε ειδικότερους. Θα επιχειρήσουμε απλά να αναδείξουμε τα ζητήματα σε όλες τις διαστάσεις τους, θεωρητικές και πρακτικές, έχοντας την πεποίθηση ότι, πολλές φορές, κάνουμε όλοι μας μια «βεβιασμένη» θεολογία, ιδιαίτερα υπό το κράτος της πίεσης κρίσιμων γεγονότων, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη όλες τις διαστάσεις των απόψεων και προτάσεών μας.

Άλλωστε, η όποια τελική απόφαση θα πρέπει να δεσμεύει το σύνολο της Ορθοδοξίας και να ληφθεί σε ανώτατο επίπεδο.

Μια πρώτη παρατήρηση αφορά στην όψιμη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας του ζητήματος από μερίδα του θεολογικού κόσμου, που αποδέχεται τη μετάδοση της νόσου από τα ευχαριστιακά είδη.

Αν δεχθεί κανείς, έστω και ως υπόθεση εργασίας, ότι το σώμα και το αίμα του Κυρίου είναι δυνατό να μεταδίδει θανατηφόρες μολυσματικές νόσους, δεν είναι απορίας άξιον ότι μερίδα του θεολογικού κόσμου ευαισθητοποιήθηκε μόλις προ ολίγων μηνών, με την ευκαιρία της εμφάνισης του COVID 19;

Εξ όσων γνωρίζουμε, ο συγκεκριμένος τρόπος μετάδοσης της Θ. Μετάληψης έχει περίπου χίλια χρόνια ζωής (χρονολογείται στον 11ο αιώνα), κατά τη διάρκεια της οποίας πλήθος θανατηφόρων μολυσματικών ασθενειών προέκυψαν, με ολέθρια αποτελέσματα και στο εκκλησιαστικό ποίμνιο.

Εντούτοις, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε μέσω της επιστήμης της ιατρικής αλλά και από την κοινή εμπειρία, τουλάχιστον τους δύο και πλέον τελευταίους αιώνες, ότι αρρώστιες όπως η πανώλη, η φυματίωση, η γρίπη, η λέπρα κ.α., μεταδίδονται προνομιακά από τον συγχρωτισμό, ιδιαίτερα από την κοινή χρήση ατομικών ειδών όπως το κουτάλι, το κοχλιάριο/λαβίδα κ.α. Αναλογίζεται κανείς την ποιμαντική –και όχι μόνον –ευθύνη του ιερατικού και θεολογικού κόσμου, από μια τέτοια αβελτηρία;

Πώς εξηγείται, μόλις πριν από λίγους μήνες, ανοσοκατεσταλμένοι για παράδειγμα, να προσέρχονται αδιακρίτως στο Μυστήριο, όταν ήταν πιθανό να μολυνθούν από ιούς της γρίπης, από φορείς του HIV, ή από άλλες μολυσματικές νόσους;

Πώς εξηγείται αυτή η εκκωφαντική σιωπή επισκόπων, ιερέων, θεολόγων που αποδέχονται τη δυνατότητα μετάδοσης της νόσου από τη Θ. Μετάληψη; Το ερώτημα για την ανάληψη της ευθύνης παραμένει ανοικτό.

Επιπλέον, αποδεχόμενοι τη διασπορά της νόσου από τα ευχαριστιακά είδη, είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε τον εναλλακτικό τρόπο μετάδοσης της Θ. Μετάληψης δια παντός και όχι προς καιρόν.

Με την υποψία μετάδοσης μέσω της Ευχαριστίας κάθε μολυσματικής, λοιμώδους και μη, ασθένειας και όχι μόνο του COVID 19 και με το αίσθημα της ποιμαντικής ευθύνης που πρέπει να διακατέχει τον κλήρο μας, πρέπει να υιοθετήσουμε το κουταλάκι μίας χρήσεως, εφόσον και η τάξις της λειτουργίας του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου με την εμβάπτιση του σώματος στο αίμα κρίνεται επισφαλής, στο μέτρο που δεν είμαστε πλήρως σίγουροι για το ποιος προετοίμασε τις μερίδες ή ποιος τις εμβάπτισε.

Βέβαια, μια τέτοια επιφύλαξη θα πρέπει να συνοδεύει και την ασφάλεια του ποτηρίου, του δισκαρίου και όποιου άλλου ιερού σκεύους καθώς και την ασφάλεια παρασκευής του άρτου κ.ο.κ.

Σε κάθε περίπτωση, με τα ίδια κριτήρια ποιμαντικής ευθύνης και θεολογικής αποδοχής της μετάδοσης νόσων από την Ευχαριστία, πρέπει να είμαστε εσαεί σε εγρήγορση, κλήρος και λαός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Σε εγρήγορση, όχι μόνο για την περίπτωση του COVID 19 αλλά και για κάθε άλλη μολυσματική νόσο του παρελθόντος και του μέλλοντος.

Μήπως, όμως, μια τέτοια στάση, απόλυτα συνεπής προς τα κριτήρια και τις θεολογικές αρχές που υιοθετήσαμε, οδηγεί, έστω και υπό προϋποθέσεις, στην αποδόμηση του μυστηρίου της Θ. Μετάληψης;

Να παρατηρηθεί, επιπλέον, ότι ο σημερινός τρόπος μετάδοσης της Θ. Κοινωνίας, ούτε αποκλειστικός είναι, ούτε, αυτονόητα, συνιστά δόγμα πίστεως.

Όμως, στην παρούσα συγκυρία, και με τη συζήτηση περί μεταδόσεως νόσων από τα ευχαριστιακά είδη να κορυφώνεται, κάθε αλλαγή δεν θα ισοδυναμούσε με de facto αποδοχή της μετάδοσης, κάτι που δεν έχει ακόμη επαρκώς θεμελιωθεί θεολογικά;

Όπως διαφαίνεται από την προηγηθείσα επί του ζητήματος συζήτηση, κύρια αιτία των αναθεωρητικών τάσεων αποτελεί η διαβεβαίωση της ιατρικής επιστήμης, ως τέτοιας, για τη μετάδοση του κοροναϊού από τη χρήση της λαβίδας ή και από τον ίδιο τον άρτο και τον οίνο της Ευχαριστίας και όχι κάποιος θεολογικός, με τη στενή έννοια, λόγος.

Κατά συνέπεια, το όλο ζήτημα μετατοπίζεται –και αυτή είναι, κατά την άποψή μας, η πεμπτουσία του προβλήματος –στις σχέσεις πίστης και επιστήμης, πίστης και λόγου/λογικής. Αν και αποτελεί ακανθώδες γνωσιοθεωρητικό ζήτημα η ύπαρξη «καθαρής» επιστήμης, απαλλαγμένης, δηλαδή, από τα προτάγματα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και τις επιμέρους προκατανοήσεις των ειδικών, μπορούμε, για την οικονομία της συζήτησης, να δεχθούμε την ιατρική ως «καθαρή» επιστήμη, σε αυτή της τη διαβεβαίωση.

Πράγματι, για μια ιατρική επιστήμη πέρα από σκοπιμότητες και προκατανοήσεις, επειδή ο κοροναϊός ανιχνεύεται στο σάλιο, κάποιος μολυσμένος θα μπορούσε με βεβαιότητα να μεταδώσει τη νόσο, μέσω της λαβίδας.

Εξάλλου, για μια «καθαρή» ιατρική, τα ίδια τα ευχαριστιακά είδη, ως άρτος και οίνος, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν φορείς μετάδοσης. Το ερώτημα είναι αν η θεολογία είναι «υποχρεωμένη» να ακολουθήσει μια τέτοια διαβεβαίωση, εάν –και μόνον εάν και εφόσον –η διαβεβαίωση αυτή αντιβαίνει στην πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας.

Επιτέλους, εάν ρωτούσαμε την ιατρική επιστήμη, ως τέτοια, σε κάθε φορέα της –από τις εγκυρότερες ιατρικές σχολές της υφηλίου, μέχρι τον Π.Ο.Υ., –εάν ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, υποκείμενος στη βαρύτητα και τον μεταβολισμό, είναι δυνατόν να αναστηθεί, η απάντηση που θα λαμβάναμε θα ήταν ηχηρά αρνητική. Αυτό θα σήμαινε και την υποχρέωση αποδοχής της;

Ο κίνδυνος μετάδοσης από τον συγχρωτισμό εντός του ναού, προφανώς και συνιστά άλλης τάξεως ζήτημα, στο οποίο ισχύουν με ακρίβεια οι διαβεβαιώσεις της επιστήμης, ακριβώς επειδή με βεβαιότητα δεν εγείρεται κανένα θεολογικό ζήτημα, κανένα ζήτημα πίστεως από την αποδοχή του.

Η συζήτηση για τις σχέσεις πίστης και επιστήμης, πίστης και λογικής, αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο, πολυσυζητημένο κεφάλαιο, που δεν υπάρχει η παραμικρή πρόθεση να το ανοίξουμε εδώ.

Είμαστε γοητευμένοι, ωστόσο, από την επανατοποθέτησή του, στο πλαίσιο της πανδημίας του κοροναϊού, από το άρθρο του π. Robert Arida με τίτλο Πίστη, λογική και Ευχαριστία:
Ορισμένες σκέψεις με αφορμή την κρίση του κορονοϊού, που περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα έκδοση με αφορμή την πανδημία.

Πράγματι, είναι εύκολη, ακόμη και στο ορθόδοξο θρησκευτικό περιβάλλον, η καλλιέργεια ενός παντελώς άλογου κλίματος, η εισαγωγή ενός ανορθολογισμού ικανού να καταστήσει την πνευματική ζωή έωλη, ακόμη και στον καιροσκοπισμό και την αγυρτεία.

Από την άλλη, χρειάζεται όντως να εξάρουμε την εργώδη προσπάθεια σπουδαίων, πλην ευάριθμων θεολόγων, για την εισαγωγή μιας κριτικής αυτεπίγνωσης, τόσο στη θεολογία, όσο και στην πνευματική ζωή.

Παρόλα αυτά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, σε καθαρά ζητήματα πίστεως, σε ζητήματα που αφορούν στη δογματική αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας, ελάχιστα έχει να προσφέρει η λογική, ιδιαίτερα η κοινή ή τυπική λογική, η οποία υπερβαίνεται, ήδη, στη μοντέρνα φυσική και τα μαθηματικά. Η μόνη πραγματική συνεισφορά της εντοπίζεται στη σχετική και μερική έκφραση της δογματικής αλήθειας και αυτή υπό προϋποθέσεις.

Κατά συνέπεια, μήπως το όλο ζήτημα πρέπει να τοποθετηθεί σε άλλη βάση;

Στη βάση του εάν η κατανόηση της φύσης των ευχαριστιακών ειδών (από το βίωμα και την εκκλησιαστική εμπειρία) είναι τέτοια, που επιτρέπει τη συμπόρευση με τις λογικές διαβεβαιώσεις της ιατρικής επιστήμης ή δεν την επιτρέπει;

Ακολούθως, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα: Η διατύπωση της άποψης ότι τα ευχαριστιακά είδη και ο τρόπος μετάδοσής τους μεταδίδουν τη νόσο, με αποτέλεσμα τις εναλλακτικές προτάσεις για τη Θ. Μετάληψη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεολογική θέση;

Με άλλα λόγια, υπάρχουν θεολογικοί λόγοι, οι οποίοι να οδηγούν στη θέση, ότι το σώμα και το αίμα του Κυρίου μεταδίδουν τη θανατηφόρα νόσο ή η άποψη αυτή επιβάλλεται κάτω από το βάρος της απρόσμενης πανδημίας και του καταστροφικού τιμήματος, που καλείται να πληρώσει η ανθρωπότητα;

Κατά την εκτίμησή μας –και με την επιφύλαξη της εμφάνισης περαιτέρω μελετών και τοποθετήσεων, που να την αναιρούν –έχουμε, εν προκειμένω, μια από τις πλέον κλασικές περιπτώσεις λήψεως του ζητουμένου.

Πρώτα, δηλαδή, αποδέχεται κανείς –σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, ασμένως –την άποψη ότι τα ευχαριστιακά είδη και ο τρόπος μετάληψης μεταδίδουν τη νόσο και έπειτα επιχειρείται η προσπάθεια της θεολογικής κατοχύρωσης.

Στο ερώτημα για τον χαρακτήρα των θεολογικών επιχειρημάτων, κατά την προσπάθεια δικαιολόγησης της άποψης περί μεταδόσεως νόσου από την Ευχαριστία, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: Η όλη προσπάθεια αιτιολόγησης επικεντρώνεται σε δύο κυρίαρχες κατευθύνσεις.

Η πρώτη αφορά στην ευθεία απόδοση στοιχείων δοκητισμού ή μονοφυσιτισμού ακόμη και πλατωνισμού ή νεοπλατωνισμού, σε όσους δεν αποδέχονται την άποψη περί μεταδόσεως της νόσου από το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Η δεύτερη φαίνεται να διακρίνει την ανθρωπότητα από την θεότητα του Κυρίου, με μια διάκριση που, κάποιες φορές, δημιουργεί τέτοιο θεολογικό περιβάλλον, ανάλογο της εποχής των μεγάλων χριστολογικών ερίδων.

Αυτονόητα, μια ενδελεχής εκτίμηση των ανωτέρω θεολογικών επιχειρημάτων, ξεφεύγει από τα όρια της παρούσης παρεμβάσεως.

Ίσως να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω, μελλοντική ενασχόληση, στο μέτρο της εξέλιξης της όλης συζητήσεως.

Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να κατατεθούν κάποιες επισημάνσεις. Δυσκολεύεται, όντως, να κατανοήσει κανείς πώς η μη αποδοχή της μετάδοσης θανατηφόρων μολυσματικών ασθενειών από το ευχαριστιακό σώμα και αίμα οδηγεί de facto στον μονοφυσιτισμό και τον δοκητισμό.

Προφανώς, υπονοείται πως για να έχει πραγματική ανθρωπότητα ο Χριστός και όχι φαινομενική ή αλλοιωμένη και απορροφημένη από τη θεία φύση Του, πρέπει αυτή η ανθρωπότητα να είναι υποχρεωτικά υποκείμενη στην πτωτική ιστορική συνθήκη.

Μια τέτοια άποψη, όμως, δεν λαμβάνει υπόψη της τη θεμελιώδη πατερική διάκριση, όπως αυτή εκφράζεται υποδειγματικά από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, μεταξύ λόγου της φύσεως και τρόπου της υπάρξεως.

Ναι μεν η ανθρώπινη φύση του Χριστού διατηρεί στο ακέραιο τα φυσικά της ιδιώματα, ενωμένη, όμως, ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιτέτως και αχωρίστως στην υπόσταση του Λόγου, μπορεί και υπάρχει με τον τρόπο του ακτίστου.

Λόγω της υποστατικής ενώσεως και της αντιδόσεως των ιδιωμάτων, οι ενέργειες της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, (αυτονόητα και της θείας), δεν «εγκλωβίζονται» στα φυσικά τους όρια, αλλά θεωρούνται ως ενέργειες του Λόγου.

Έτσι, ο Λόγος «ενεμβριμάται τω πνεύματι», διψά πάνω στον σταυρό, πεθαίνει σαρκί και ανίσταται αλλά και ο Χριστός ως άνθρωπος περπατά πάνω στο νερό, θαυματουργεί αγγίζοντας με το σώμα Του σε πολλές περιπτώσεις τους αρρώστους, μεταμορφώνεται στο Θαβώρ.

Η χριστολογία αυτή, διατυπωμένη σαφώς πριν και κατά τη Χαλκηδόνα, δεν συνιστά Νεοχαλκηδονισμό, αλλά λογική απόρροια της χαλκηδόνιας χριστολογίας.

Αν σε κάθε Θ. Ευχαριστία κοινωνούμε όχι απλώς το σώμα και το αίμα του Χριστού, το υποστατικά ενωμένο με τον Λόγο και θεωμένο εξ άκρας συλλήψεως, αλλά το αναστημένο σώμα του Χριστού, το απελευθερωμένο παντελώς από κάθε δεσμευτική ιστορική συνθήκη, την οποία εκουσίως ανέλαβε ο Λόγος κατά την πραγμάτωση της σωτηριώδους οικονομίας, γιατί πρέπει να δεχθούμε την πιθανότητα μετάδοσης θανατηφόρου μολυσματικής ασθένειας από τη Θ. Μετάληψη;

Βέβαια, αν υποβάλλουμε άμεσα στα πατερικά και λειτουργικά κείμενα το ερώτημα, αν τα ευχαριστιακά είδη μεταδίδουν μολυσματικές νόσους, δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε μια ευθεία απάντηση, διότι πολύ απλά δεν είχε διατυπωθεί στην εποχή που συντάχθηκαν παρόμοιο ερώτημα.

Ωστόσο, ακόμη και μια γρήγορη προσπέλαση συναφών πατερικών και λειτουργικών κειμένων –και μένει να δουν το φως της δημοσιότητας αναλυτικότερες και πιο εξειδικευμένες μελέτες για το ζήτημα αυτό –αποκαλύπτει πως τα ευχαριστιακά είδη κατανοούνται ως αυτό καθαυτό το τίμιο και ζωοποιό σώμα και αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ευχές της αναφοράς, τόσο της Λειτουργίας του Χρυσοστόμου, όσο και του Βασιλείου.

Ακόμη και η παρουσία του όρου «αντίτυπον» στην βασιλειανή αναφορά, ερμηνεύτηκε, κυρίαρχα, ως ένας χαρακτηρισμός των Τιμίων Δώρων, ικανός να τους αποδοθεί πριν τον καθαγιασμό.

Η ευχαριστιακή και μυστηριακή αυτή ταύτιση του άρτου και του οίνου με το σώμα και το αίμα του Κυρίου, δεν αναιρεί τα φυσικά τους ιδιώματα, εφόσον, ως γνωστόν, δεν κάνουμε λόγο για μετουσίωση και τα φυσικά ιδιώματα των Τιμίων Δώρων παραμένουν ως έχουν και για την κοινή μας εμπειρία. Έτσι εξηγείται και η πολυθρύλητη αλλοίωσή τους.

Όμως, η αποδοχή της ταύτισης, δια του Αγίου Πνεύματος, των ευχαριστιακών ειδών με αυτό καθαυτό το τίμιο σώμα και αίμα του Κυρίου είναι τόσο καταλυτική, που επιβάλλει εύκολα την αναγνώρισή της στον κάθε μελετητή.

Ως συνέπεια των ανωτέρω, προβάλλουν αδήριτα τα ερωτήματα: Μπορούμε και πρέπει να κυριολεκτήσουμε τα ευχαριστιακά είδη ως αυτό καθαυτό το σώμα και το αίμα του Χριστού ή πρέπει να κάνουμε λόγο για έναν ριτουαλιστικό βερμπαλισμό, για μια υπερβολή της λειτουργικής και πατερικής εκφραστικής, οφειλόμενη στην υπερβολική ευσέβεια των συγγραφέων τους;

Τελικά, ποια είναι η φύση των ευχαριστιακών ειδών; Το ερώτημα αυτό αγγίζει την καρδιά του όλου προβληματισμού.

Κατά την άποψή μας δεν υπάρχει τρόπος να καταλήξει η παρούσα συζήτηση, χωρίς να δοθεί σαφής και συγκεκριμένη απάντηση στο εν λόγω ερώτημα. Μια απάντηση που θα συνιστά τον καρπό μιας γόνιμης θεολογικής δουλειάς, μακριά από φατριασμούς και σκοπιμότητες, πέρα από τους αυτοπροσδιορισμούς του «συντηρητικού» ή του «προοδευτικού».

Μια απάντηση που δεν μπορεί να αγνοεί την κτιστότητα και φθαρτότητα (με την έννοια της ηλικιακής προόδου και των συνεπειών της ) της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου, μιας φύσης, όμως, ενωμένης εξ άκρας συλλήψεως με την υπόσταση του Λόγου και θεωμένης από Αυτήν.

Μιας ανθρώπινης φύσης που υπέστη εκουσίως ακόμα και τον φυσικό θάνατο για να τον αναιρέσει, να τον ακυρώσει, να τον συντρίψει, να τον πατήσει, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως με το πρόσωπο του Λόγου.

Τέλος, η αποδοχή της μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από τα ευχαριστιακά είδη, δεν θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μας, να προσπεράσει το ερώτημα της υποβίβασής τους σε σύμβολο ή και εικόνα του σώματος και του αίματος του Χριστού και όχι στην αναγνώρισή τους ως αυτό καθαυτό το σώμα και το αίμα του Κυρίου.

Ακόμη και στο πλαίσιο μιας «εικονικής οντολογίας», το ερώτημα δεν αίρεται, δεδομένου ότι η εικόνα δεν ταυτίζεται με το πρωτότυπό της. Αναζητώντας πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα, προς χάριν και μόνον της πληρέστερης κατανόησης του ζητήματος, σπεύδουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Η αποδοχή της δυνατότητας μετάδοσης μολυσματικών νόσων από τα ευχαριστιακά είδη, λογικά, αποκλείει την παραδοσιακή ταύτισή τους με αυτό καθαυτό το σώμα και το αίμα του Χριστού. Την πεποίθηση, δηλαδή, ότι το ψωμί και το Κρασί της Ευχαριστίας ταυτίζεται μυστηριακά, αλλά πραγματικά, με το αναστημένο σώμα του Κυρίου.

Συνεπώς, απομένει, στην καλύτερη περίπτωση, η κατανόησή του ως ενός απλού φορέα της άκτιστης χάρης.

Το σώμα και το αίμα του Κυρίου θα μπορούσε να κατανοηθεί ανάλογα προς την εικόνα, τον αγιασμό, τα λείψανα των αγίων κ.τ.λ., εξίσου φορείς της άκτιστης χάρης. Η διαφοροποίησή του από τα παραπάνω θα κατανοούνταν μόνον συμβολικά, με την έννοια ότι παραπέμπει στον Μυστικό Δείπνο ή αποτελεί ισχυρή εικονική έκφραση της, εν τόπω και χρόνω, ενότητας της Εκκλησίας.

Μια άλλη πιθανή κατανόηση θα παρέπεμπε σε μια ακραία πνευματοκρατία. Στην άποψη ότι ο Κύριος υπάρχει στα ευχαριστιακά είδη, καθαρά πνευματικά, μυστικά, με την έννοια που υπάρχει στην ψυχή του θρησκεύοντος υποκειμένου, του προσευχόμενου ασκητή, για παράδειγμα, κατά την επίσκεψη της σωτηριώδους άκτιστης ενέργειας.

Στην περίπτωση, όμως, αυτή, ποια η ειδοποιός διαφορά του;

Πιθανώς να μπορούν να διατυπωθούν επιπλέον ικανές παραλλαγές κατανόησης.

Ωστόσο, η κατανόηση των ευχαριστιακών ειδών, είτε με συμβολικό, είτε με εικονικό, είτε με οποιονδήποτε άλλο παραπεμπτικό τρόπο, πιθανώς επιτρέπει την παραδοχή της δυνατότητας μετάδοσης ακόμη και θανατηφόρου ασθένειας από αυτά, τα απομακρύνει, όμως, από την ταύτισή τους με το καθαυτό σώμα και αίμα του Χριστού.

Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα για τη συμβολοποίηση του σώματος και του αίματος του Χριστού από μια τέτοια κατανόηση, συνιστά ακόμη ένα ανοικτό ερώτημα για περαιτέρω θεολογική επεξεργασία.

Κατακλείοντας, να υπενθυμίσουμε πως ο μοναδικός στόχος της παρέμβασης αυτής αφορά, όπως ήδη ειπώθηκε, στη διατύπωση κάποιων ερωτημάτων και τον σχολιασμό κάποιων ζητημάτων που προκύπτουν από την όντως καινοφανή θέση, ότι τα ευχαριστιακά είδη είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως φορείς μετάδοσης του κοροναϊού.

Θεωρώντας ότι πολλές φορές –ιδιαίτερα σε κρίσιμες και φορτισμένες ψυχολογικά περιπτώσεις –θεολογούμε αποσπασματικά, χωρίς την αντίληψη ότι η θεολογία συνιστά ένα αδιάσπαστο σύνολο, ένα ζωντανό οργανισμό, όπου τα πάντα αλληλοεξαρτώνται και αλληλοδιαπλέκονται, πιστεύουμε πως η τοποθέτηση απέναντι στα ανωτέρω ζητήματα αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα και άφευκτο καθήκον της θεολογίας, προκειμένου να παραμένει οδοδείκτης προς σωτηρία.

Αναμένεται δε, στο μέτρο που επιμέρους τοπικές Εκκλησίες λειτούργησαν με διαφορετικό τρόπο, η παρέμβαση της σύνολης Ορθόδοξης Εκκλησίας με τρόπο συνοδικό, ώστε με τη χάρη του Πνεύματος να επανεκφράσει την εμπειρία και το βίωμά της, ως λιμένας της σωτηρίας.

ΠΗΓΗ: 22.09.2020, https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/39568-i-euxaristiaki-theologia-meta-tin-pandimia-tou-korono%CF%8Aou

* Ο Θεόφιλος Αμπατζίδης είναι θεολόγος στην δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.