Η εκκλησιαστική πτυχή του Μακεδονικού ζητήματος

1. Eισαγωγή

Το «Μακεδονικό ζήτημα» αποτελεί στις μέρες μας ένα από τα κύρια θέματα της ατζέντας στο δημόσιο διάλογο μέσω του οποίου έχει αναδειχθεί – πέραν της καθαρά πολιτικής – και μια ιδιαίτερη και σημαντική για το μάθημα των Θρησκευτικών διάσταση, η καθαρά εκκλησιαστική, η οποία αφορά στην σχισματική «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» (ΜΟΕ).

Καίτοι αναφερόμαστε σ΄ ένα ιδιαίτερης σημασίας εκκλησιαστικό ζήτημα που έχει ήδη ιστορική διαδρομή εβδομήντα (70) και πλέον ετών, εν τούτοις, στα σχολικά βιβλία οι -αναφορές σε αυτό είναι ανύπαρκτες, πλήν αποσπασματικών παραθεμάτων που αναφέρονται εν γένει στο «Μακεδονικό ζήτημα» από πολιτικής, κυρίως, σκοπιάς.

Η παρούσα εργασία αντιμετωπίζει την εκκλησιαστική πτυχή του Μακεδονικού ζητήματος ως μελέτη περίπτωσης (case study) εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους αμέσως μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσω πολιτικών παρεμβάσεων εκ μέρους του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), επιχειρήθηκε το 1945 η αυτονόμηση της – υπαγομένης στο Πατριαρχείο Σερβίας – εκκλησιαστικής επαρχίας (Μητροπόλεως) των Σκοπίων η οποία μετονομάσθηκε σε «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» προκειμένου να υπηρετηθούν οι πολιτικές σκοπιμότητες που συνδέονταν με την προηγηθείσα (το 1943) ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας» της «Μακεδονίας» (ΛΔΜ). Ενός κρατικού μορφώματος με την ίδρυση του οποίου, δια της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία, τέθηκε σε εφαρμογή η υπηρετούσα πολιτικές σκοπιμότητες εθνογενετική διεργασία περί αναδείξεως της «ΛΔΜ» ως πατρίδας του «μακεδονικού έθνους» και των (νοτιογιουγκοσλάβων) κατοίκων της ως απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων.

2. Θεωρητικό πλαίσιο. Iστορική και νομοκανονική προσέγγιση

Ι. Σύντομο ιστορικό

Το εκκλησιαστικό πρόβλημα των Σκοπίων, ως πτυχή του «Μακεδονικού ζητήματος», ξεκίνησε το 1941, όταν οι τρείς νοτιότερες εκκλησιαστικές επαρχίες του μέχρι τότε Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή η Μητρόπολη Σκοπίων, η Μητρόπολη Ζλετόβου – Στρωμνίτσης και η Επισκοπή Αχρίδος – Βιτωλίων αποτελούσαν επαρχίες του Πατριαρχείου της Σερβίας. Με την κατάληψη της νότιας Σερβίας από τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους συμμάχους τους η περιοχή προσαρτήθηκε στη Βουλγαρική Εξαρχία η οποία είχε ιδρυθεί όλως αντικανονικώς το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι και έδρα στην Κωνσταντινούπολη και παρά την καταδίκη της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1872 ως σχισματικής («φυλετικής παρασυναγωγής», κατά τον «΄Ορο» της Μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει τοπικής Συνόδου του 1872) συνέχισε την λειτουργία της μέχρι και τις αρχές του 1945, όταν κατόπιν Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήρθη το βουλγαρικό σχίσμα (Nανάκης, 1993: 63-79). Μετά την κατάληψη (1941) του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας από του Γερμανούς και τους Βουλγάρους οι μέχρι τότε Σέρβοι ιεράρχες της τοπικής Εκκλησίας, είτε αντικατατάθηκαν άμεσα από Βούλγαρους αρχιερείς, όπως οι νόμιμοι και κανονικοί Μητροπολίτες Σκοπίων Ιωσήφ [Τσβίγκοβιτς], Ζλετόβου- Στρωμνίτσης Βικέντιος [Προντάνωφ, ο μετέπειτα (1950-1958) Πατριάρχης Σερβίας], είτε εκτοπίσθηκαν, όπως ο Επίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος [Βελιμίροβιτς], ο ανακηρυχθείς το 2003 άγιος υπό της Εκκλησίας της Σερβίας, ο οποίος βρέθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Νταχάου, στη Γερμανία, μαζί με τον εκεί, επίσης, εκτοπισθέντα Πατριάρχη των Σέρβων Γαβριήλ [Ντότζιτς] (Aνδρεόπουλος, 2018a: 51-52). Το καθεστώς αυτό των υπό «εξαρχική» εξουσία τελουσών εκκλησιαστικών επαρχιών της νότιας Σερβίας παρέμεινε και μετά το 1944, όταν, μετά την υποχώρηση των Γερμανών και την αποχώρηση των συμμαχικών τους βουλγαρικών δυνάμεων, παρά το γεγονός ότι η απελευθερωθείσα περιοχή περιήλθε ξανά στην εθνική κυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας, οι αρχές της χώρας, υπό τον Κροάτη στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), δεν επέτρεψαν στους διωγμένους από τους Γερμανούς και Βουλγάρους Σέρβους ιεράρχες να επιστρέψουν στις θέσεις τους (Γόνης, 2001: 265). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής, η οποία γεωγραφικά και διοικητικά αποτελούσε τότε μέρος του σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina (δηλ. «Περιφέρεια/Διοίκηση του Βαρδάρη»), να συνεχίσει να παραμένει σε «βουλγαρικά χέρια» (Tαρνανίδης, 2001: 133). Συγκεκριμένα, κατά το διάστημα 1941-1945 της κατοχής της Γιουγκοσλαβίας υπό των δυνάμεων του «άξονα» (Γερμανών, Βουλγάρων) οι τρείς εκκλησιαστικές επαρχίες της Νότιας Σερβίας τελούσαν υπό τον έλεγχο των Βουλγάρων, εξαρχικών Μητροπολιτών και συγκεκριμένα του Μεγάλου Τυρνόβου Σωφρονίου [Τσαβντάρωφ] ως τοποτηρητού της Μητροπόλεως Σκοπίων, του Νευροκοπίου Βόριδος [Ραζούμωφ] ως τοποτηρητού της Μητροπόλεως Στρωμνίτσης και του Λοφτσού Φιλαρέτου [Παναγιώτωφ] ως τοποτηρητού της Μητροπόλεως Αχρίδος (Ανδρεόπουλος, 2018a:52).

Στις αρχές Δεκεμβρίου 1943 σε συνέδριο των παρτιζάνων, κατόπιν εισηγήσεως του αρχηγού τους Γιόσιπ Τίτο (Kαργάκος, 1997: 54-55), ενεκρίθη ψήφισμα για τη δημιουργία Ομόσπονδης «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ενώ στις αρχές Αυγούστου του 1944 το ψήφισμα αυτό οριστικοποιήθηκε, ως πολιτική απόφαση, σε διευρυμένη κομματική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό μοναστήρι του Αγ. Προχόρου του Πτσίνσκι (Prohor Pcinjski) (Kαργάκος, 1997: 54) στα νότια του σημερινού κράτους της Σερβίας, κοντά στα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας («FYROM, νυν «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», βάσει της από 12ης.06.2018 Συμφωνίας των Πρεσπών). Την απόφαση αυτή θα επικυρώσει τον Οκτώβριο του 1945 η Εθνοσυνέλευση του ΚΚΓ και έκτοτε η περιοχή αυτή θα αποτελέσει την μία από τις έξι «Λαϊκές Δημοκρατίες» της συσταθείσης «Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» (ΟΛΔΓ), με την επωνυμία «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (εφεξής: ΛΔΜ). Ένα κρατικό μόρφωμα με την ίδρυση του οποίου, δια της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία, τέθηκε σε εφαρμογή η υπηρετούσα πολιτικές σκοπιμότητες εθνογενετική διεργασία περί αναδείξεως της ΛΔΜ ως πατρίδας του «μακεδονικού έθνους» και των (νοτιογιουγκοσλάβων) κατοίκων της ως απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων και συνεχιστών του πολιτισμού, των εθίμων και της γλώσσας τους (Kωφός, 1992: 246-295). H εθνογενετική αυτή διεργασία υπηρετούσε το γιουγκοσλαβικό δόγμα της «ενιαίας Μακεδονίας», βάσει του οποίου ολόκληρος ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας εχαρακτηρίζετο ως «εθνικά μακεδονικός» και επεδιώκετο να εμφανισθεί η ΛΔΜ ως κοιτίδα αυτού του («μακεδονικού») έθνους στο οποίο ανήκαν, επίσης, «αλύτρωτα» τμήματά του σε Ελλάδα και Βουλγαρία (Κωφός, 2008: 363-364). Επρόκειτο για μια διεργασία που αποσκοπούσε στον πλήρη πολιτικό έλεγχο της περιοχής αυτής από τους Γιουγκοσλάβους έναντι των Βουλγάρων, πρωτίστως, αλλά δευτερευόντως και των Ελλήνων, καθώς οι πρώτοι είχαν ισχυρά ερείσματα στην περιοχή από τα τέλη ακόμα του 19ου αιώνα και ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της εθεωρείτο βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας και ως εκ τούτου έπρεπε να αφομοιωθεί τεχνητά, υπό ετέρας μορφής εθνότητα, όπως η επινοηθείσα «μακεδονική». Σε αυτή την τιτοϊκής εμπνεύσεως διεργασία θα συμπράξουν, ως πρόθυμοι συνεργάτες, και οι σκοπιανοί – σλαβομακεδόνες ιεράρχες, οι οποίοι αντικαθιστώντας σταδιακά τους βουλγάρους ιεράρχες και αποκτώντας, κατά τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν, τον πλήρη έλεγχο της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Νότιας Σερβίας, θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους από το Πατριαρχείο της Σερβίας. Τούτο θα το επιχειρήσουν επιδιώκοντας την σύσταση μιας νέας, καταρχάς αυτόνομης και εν συνεχεία αυτοκέφαλης, εκκλησιαστικής δομής στη βάση του όλως αντικανονικού εθνοφυλετικού κριτηρίου ερειδομένου, εν προκειμένω, στη βάση μιας επίπλαστης («μακεδονικής») εθνικής ταυτότητας, προσδιορίζοντας ονοματολογικά την μεταρρυθμισμένη διοικητικά και οργανωτικά Εκκλησία που ήθελαν να συστήσουν ως «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία». Πρόκειται για το εκκλησιαστικό πρόβλημα των Σκοπίων, το οποίο ανακύπτει το 1945, κορυφώνεται το 1967 και συνεχίζει να παραμένει άλυτο μέχρι τις ημέρες μας. (Aνδρεόπουλος, Amen, 2018b∙ Bαβούσκος, Orthodoxia.info, 2018∙ Tρίτος, Romfea, 2018).

ΙΙ. Το αίτημα του 1945 για εκκλησιαστική ανεξαρτησία

1. Τα ιστορικά και «κανονικά» επιχειρήματα των Σκοπίων

Στο πλαίσιο της συμπλεύσεως της με το τιτοϊκό καθεστώς για την επίτευξη του στόχου δημιουργίας «μακεδονικής» ταυτότητας, η τοπική ηγεσία των Σκοπίων, συνεπικουρουμένη από πολιτικά ομόφρονες κληρικούς, θα προλειάνει το έδαφος για την ίδρυση της ΛΔΜ, όταν επτά μήνες πριν την επίσημη ανακήρυξη της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση της ΛΔΜ τον Οκτώβριο του 1945 θα διακηρύξει τη βούλησή της για την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, ως «Μακεδονικής» (sic) αυτόνομης Εκκλησίας με προφανή το στόχο της δημιουργίας τετελεσμένων. Σε κληρικολαϊκή συνέλευση 300 εκπροσώπων πολιτικών και εκκλησιαστικών φορέων, την οποία συγκάλεσε στα Σκόπια στις 4 Μαρτίου 1945 η ελεγχομένη από το κομμουνιστικό καθεστώς και την ομάδα αυτοχθόνων σκληροπυρηνικών ιερέων «Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την οργάνωση Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Μακεδονία» και στο πλαίσιο του στόχου της αυτονομήσεως της εκκλησιαστικής τους επαρχίας από το Πατριαρχείο Σερβίας -στο οποίο ανήκε διοικητικά από το 1922 – αποφασίστηκε να αναβιώσει η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ως «Μακεδονική» αυτόνομη Εκκλησία, η οποία, σύμφωνα με το Ψήφισμα που εκδόθηκε, δεν θα είναι υποτεταγμένη σε καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία (άρθρο 1). Η Εκκλησία θα έχει εθνικούς επισκόπους και εθνικό κλήρο, οι οποίοι θα διαφυλάξουν την «ιδιαιτερότητα του “μακεδονικού λαού” να παραμείνει στη δική του Εκκλησία» (άρθρο 2). Στην εκπλήρωση του ιδίου στόχου αποσκοπούσαν και τα δευτερεύουσας σημασίας αιτήματα της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας» που αναφέρονταν τόσο στη χρήση της «μακεδονικής» γλώσσας κατά τη διάρκεια της τελέσεως των μυστηρίων εντός των γεωγραφικών ορίων της ΛΜΔ, όσο και αυτά που ανεφέρονταν στον κατ’ αποκλειστικότητα διορισμό «μακεδόνων» κληρικών (Aγγελόπουλος, 1984: 59-61).

Επιχειρώντας, επίσης, να θεμελιώσουν νομοκανονικά τα επιχειρήματά τους, οι θεωρητικοί της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας» για την ίδρυση της εθνικής Εκκλησίας των «Μακεδόνων», επικαλέσθηκαν δύο εκκλησιαστικούς κανόνες. Αυτοί ήταν οι καν. 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451) και 38 της Πενθέκτης (691). Ο πρώτος ορίζει: «Ε δέ τις κα κ βασιλικς ξουσίας καινίσθη πόλις κα αθις καινισθείη, τος πολιτικος κα δημοσίοις τύποις, κα τν κκλησιαστικν παροικιν τάξις κολουθείτω» (Ράλλης – Ποτλής, 1852: 258∙ Ακανθόπουλος, 2006: 256). Ο δεύτερος κανόνας που αποτελεί, επί της ουσίας, επανάληψη της τελευταίας περιόδου του προηγουμένου, και ο οποίος αποτέλεσε το κύριο επιχείρημα του Levko Arsov, θεολόγου από το Κουμάνοβο, στην εισήγησή του στην κληρικολαϊκή συνέλευση του Μαρτίου 1945 στα Σκόπια (Τσούπρας, 2015: 87-88), ορίζει ότι «Τν κ τν Πατέρων μν τεθέντα κανόνα κα μες παραφυλάττομεν, τν οτω διαγορεύοντα· Ε τις κ βασιλικς ξουσίας καινίσθη πόλις, αθις καινισθείη, τος πολιτικος κα δημοσίοις τύποις κα τν κκλησιαστικν πραγμάτων τάξις κολουθείτω». (Ράλλης – Ποτλής, 1852: 392∙ Aγαπίου – Νικοδήμου, Πηδάλιον, 1864: 253)

Το γράμμα και το πνεύμα των κανόνων αυτών συνδέεται με το δικαίωμα που είχε ο βυζαντινός αυτοκράτορας να επιφέρει μεταβολές στην εκκλησιαστική διοίκηση, όταν υπήρχαν αλλαγές στην πολιτική διοίκηση εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, συνοψίσθηκαν δε οι δύο αυτοί κανόνες στη γνωστή αρχή του ιερού Φωτίου «τά κκλησιαστικά καί μάλιστά γε τά περί τν νοριν δίκαια τας πολιτικας πικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εωθεν» (Βαλέττας, 1864: 162), αρχή η οποία, επί της ουσίας, συνιστούσε μια ερμηνευτική διατύπωσή τους, αλλά δεν αποτελούσε δεσμευτικό κανόνα, όπως φαίνεται από τη λέξη «εἴωθεν» που χρησιμοποιήθηκε (Τσούπρας, 2015: 92). Την επίκληση, μάλιστα, των ως άνω ιερών κανόνων συνόδευε η πρόθεση για διατήρηση της κανονικής ενότητας της υπό ίδρυση νέας εθνικής («Μακεδονικής») Εκκλησίας με το Πατριαρχείο της Σερβίας (Γόνης, 2001:269• Λόης, 2007:361). Την πρόθεση, αυτή στην πράξη υπονόμευε η εξ υπαρχής προδήλως αντικανονική συμπεριφορά της «κληρικολαϊκής συνελεύσεως», που λειτουργούσε εξωθεσμικά δημιουργώντας εν τοις πράγμασι σχίσμα στους κόλπους της Εκκλησίας της Σερβίας. Τέτοιο σώμα («κληρικολαϊκή συνέλευση») δεν προβλεπόταν στον Καταστατικό Χάρτη του Πατριαρχείου Σερβίας. Συνεπώς οι «διακηρύξεις» που εξέδιδε η εν λόγω «Συνέλευση» είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα ενός πολιτικού μανιφέστου, ξένου προς την κανονική τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

2. Κριτική θεώρηση των απαιτήσεων

Επί της ουσίας, το πλαίσιο των χρησιμοποιηθέντων επιχειρημάτων για ανεξαρτησία εστερείτο πραγματικών ιστορικών, εκκλησιολογικών και νομοκανονικών ερεισμάτων, καθώς:

α) Η επίκληση του επιχειρήματος ότι η νέα «Μακεδονική Εκκλησία» αποτελεί ιστορική συνέχεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος δεν ευσταθεί διότι η εν λόγω Αρχιεπισκοπή δεν υπήρξε ποτέ εθνική Εκκλησία, αφού δεν ταυτίσθηκε με την πολιτική υπόσταση κανενός σλαβικού κράτους δεν υπήρξε ποτέ κανονικώς αυτοκέφαλη Εκκλησία, αφού δεν ιδρύθηκε με απόφαση πατριαρχική, κατά τα εκκλησιαστικά θέσμια, αλλά με αυτοκρατορική διάταξη (του Ιουστινιανού, με αρχική ονομασία «Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστιανιανής»), η οποία δεν επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αναγνωρίσθηκε de facto, μετονομάσθηκε τον 11ο αιώνα σε «Αχρίδος» και καταργήθηκε το 1767, ενσωματωθεισών των εκκλησιαστικών επαρχιών της στον Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (Bαβούσκος, 2007: 97-109) δεν είχε ποτέ την ονομασία «μακεδονική», αφού ποτέ δεν είχε μακεδονικό χαρακτήρα, καθώς το ποίμνιό της ήταν μεικτό: ελληνικό, βουλγαρικό, σερβικό και γεωγραφικά μόνο ένα μικρό τμήμα του σημερικού κράτους των Σκοπίων (FYROM) περιλαμβανόταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Το μεγαλύτερο μέρος της ξεπερνούσε κατά πολύ τα μικρά δικαιοδοσιακά όρια της σημερινής σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων. Πλην της πόλεως και μικρής περιοχής γύρω από αυτήν, το υπόλοιπο μέρος της τότε Αρχιεπισκοπής ανήκει σήμερα στις Εκκλησίες Βουλγαρίας, Σερβίας, Αλβανίας και Ελλάδος (Tαρνανίδης, 1998: 112-114 ∙ Γόνης, 2001: 278-279· Ταχιάος, 2004:457-459).

β) Η απαίτηση να έχει η «Μακεδονική» Εκκλησία εθνικούς («Μακεδόνες») Επισκόπους και εθνικό κλήρο, διά της χρήσεως (ακριβώς ειπείν του σφετερισμού) του όρου «Μακεδονία», εγκαινιάζει την πολιτική της φαλκιδεύσεως της ιστορίας και του πολιτισμού του Ελληνισμού, θίγοντας την ιστορική και άρα και την εθνική υπόσταση των ελληνικών Μητροπόλεων στη Μακεδονία, τη Βόρειο Ελλάδα. Ακόμη και στην περίπτωση που γινόταν επίκληση της αληθούς, καθαρά σλαβικής (Tαρνανίδης, 2001: 44-47, 90-95, 121-126), φυλετικής/εθνικής τους ταυτότητας, αυτή θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας («οκ νι ουδαος οδ λλην, οκ νι δολος οδ λεύθερος, οκ νι ρσεν κα θλυ· πάντες γρ μες ες στε ν Χριστ ησο», Γαλ. 3,28) καθώς εισάγει ευθέως το φυλετικό κριτήριο το οποίο αντιμετωπίζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία «ς ντικείμενον τ διδασκαλία το Εαγγελίου καί τοίς εροίς κανόσι», εν προκειμένω δε επανεισάγει την αίρεση του εθνοφυλετισμού, όπως είχε συμβεί το 1870 και με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Εις ότι αφορά το αίτημα περί αναγνωρίσεως και καθιερώσεως της «μακεδονικής» γλώσσας, ο ισχυρισμός ότι αυτή είναι μοναδική και πρέπει να κατοχυρωθεί ως «μακεδονική», έχει από μακρού καταρριφθεί. Η γλώσσα αυτή είναι σερβοβουλγαρική, ένα «σλαβικό ιδίωμα», όπως έχει ήδη ενδελεχώς αναλυθεί και καταδειχθεί από την επιστημονική έρευνα (Aνδριώτης, 1960: 26-31• Mπαμπινιώτης, Το Βήμα, 2008) και, άρα, σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί και ονομασθεί «μακεδονική».

γ) Οι κανόνες 17 της Δ΄ Οικουμενικής, 38 της Πενθέκτης και η αρχή του ιερού Φωτίου, πράγματι, χρησιμοποιήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την χειραφέτηση εκκλησιαστικών επαρχιών ως συνάρτηση και αποτέλεσμα γεωπολιτικών μεταβολών σε διάφορα έθνη / κράτη, ωστόσο στη περίπτωση της ΛΔΜ, και κατά προέκταση της «Μακεδονικής» Εκκλησίας, οι κανόνες αυτοί δεν ήταν επιτρεπτό να εφαρμοσθούν, διότι τέτοιες (γεωπολιτικές) μεταβολές την εποχή αυτή δεν υπήρξαν. Η ΛΔΜ αποτελούσε την μία από τις έξι «Λαϊκές Δημοκρατίες» της υπό ενιαία κρατική διοίκηση συσταθείσης «Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας Γιουγκοσλαβίας», αποτελώντας ομόσπονδο τμήμα του κράτους με περιοριορισμένες δικαιοδοσίες. Συνεπώς, από πλευράς κανόνων ουδέν έρεισμα εκκλησιαστικής της χειραφετήσεως υφίστατο, ενώ το επιχείρημα για τη δημιουργία ιδιαίτερης (αυτόνομης) εθνικής Εκκλησίας με γνώμονα την «μακεδονική» σύσταση του ποιμνίου της ΛΔΜ προσέκρουε ευθέως, κατά τα προεκτεθέντα, σε εκκλησιολογικές και νομοκανονικές αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στο «κίνημα» αυτό για τη απόδοση ανεξαρτησίας με «μακεδονική» ταυτότητα στις τρεις εκκλησιαστικές επαρχίες του Νότου (Μητροπόλεις: α) Σκοπίων, β) Ρασκοπρεσρένης, Δεβρών και Βελισσού, και γ) Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχριδών) το Πατριαρχείο της Σερβίας θα αντιδράσει προσεκτικά. Εν πρώτοις, θα υπενθυμίσει ότι οι τρείς αυτές επαρχίες έχουν παραχωρηθεί με τον Συνοδικό Τόμο του 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Πατριαρχείο της Σερβίας, συνεπώς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του τελευταίου. Ακολούθως, θα επισημάνει ότι η απόφαση της «κληρικολαϊκής συνελεύσεως» του Μαρτίου 1945 στα Σκόπια για την ανακήρυξη της εκκλησιαστικής επαρχίας του Νότου ως ανεξάρτητης και της ονομασίας της ως «Μακεδονικής Εκκλησίας», είναι πράξη αυταρχική και αντικανονική. Τέλος, το Πατριαρχείο Σερβίας θα καταστήσει σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η οποιαδήποτε ανασυγκρότηση της οιασδήποτε εκκλησιαστικής επαρχίας του χωρίς τη δική του γνώμη, ως Εκκλησίας-μητρός (Nικολακάκης, 2015: 201, όπου επισημαίνεται ότι ιστορικά και εκκλησιο-κανονικά ο όρος Εκκλησία μήτηρ δεν ταυτίζεται με τον όρο Μητέρα Εκκλησία που χαρακτηρίζει μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο), υπενθυμίζοντας ότι κατά το Κανονικό Δίκαιο, η παραχώρηση αυτονομίας ή αυτοκέφαλου καθεστώτος σε μία εκκλησιαστική περιφέρεια υπάγεται στην αρμοδιότητα συλλογικού οργάνου της Εκκλησίας, και ειδικότερα συνόδου Επισκόπων (Βαβούσκος – Λιάντας, 2014: 15-45, 61-65 και 68-78).

ΙΙΙ. Η παραχώρηση της αυτονομίας διά «κανονικού ελιγμού» 7

Ακολουθεί μια άκαρπη περίοδος (1945-1958) συζητήσεων και διαβουλεύσεων, επί πατριαρχίας Γαβριήλ (1945-1950) και Βικεντίου (1950-1958), με την «Επιτροπή Πρωτοβουλίας» (την υποστηριζομένη από το πανίσχυρο την εποχή αυτή κομμουνιστικό καθεστώς) να εμμένει στις αξιώσεις της για εκκλησιαστική ανεξαρτησία και το Πατριαρχείο Σερβίας να ανθίσταται στο αίτημα αυτό, προτάσσοντας κριτήρια εκκλησιολογικά και κανονικά, διατεθειμένο, ωστόσο, προκειμένου να εκτονώσει και εξομαλύνει την κατάσταση, να παραχωρήσει κάποια από τα δικαιώματα τα οποία διεκδικούσε η «Επιτροπή», όπως η χρήση της τοπικής (σλαβο- «μακεδονικής») γλώσσας και η εκλογή στις τρείς επαρχίες της Νότιας Γιουγκοσλαβίας αυτόχθονων κληρικών σε θέσεις αρχιερέων (Λόης, 2007: 363). Στα τέλη του 1958 η «Επιτροπή Πρωτοβουλίας» θα προκαλέσει τη ρήξη, προχωρώντας την υλοποίηση του σχεδίου που είχε δρομολογηθεί, δεκατρία χρόνια πριν (τον Μάρτιο του 1945, στην κληρικολαϊκή συνέλευση των Σκοπίων). Συγκαλώντας τον Οκτώβριο του 1958 στην Αχρίδα νέα κληρικολαϊκή συνέλευση θα προχωρήσει στην πραξικοπηματική αναγόρευση της Εκκλησίας των Σκοπίων, ως αυτόνομης και τιτλοφορουμένης ως «Μακεδονικής», απόφαση που ολοκληρώθηκε με την εκλογή ως επικεφαλής μητροπολίτη της του μέχρι τότε Επισκόπου Τόπλιτσας του Πατριαρχείου Σερβίας Δοσιθέου [Στοϊκοβιτς], υπό τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και Σκοπίων και Μητροπολίτου Μακεδονίας», με έδρα στα Σκόπια. Η κληρικολαϊκή «συνέλευση» αυτή, ως γενομένη χωρίς την άδεια και τη γνώμη του αρμοδίου αρχιερέως – του Προκαθημένου / του «Πρώτου», εν προκειμένου του Πατριάρχου της Σερβίας – υπήρξε προδήλως αντικανονική και άκυρη, όπως ορίζουν οι σχετικοί κανόνες 31, 34 και 39 Αγίων Αποστόλων, 18 και 30 Δ΄ Οικουμενικής και 31 Πενθέκτης. Επίσης, υπήρξε και αντικαταστατική, διότι η δικαιοδοσία για την ίδρυση και ονομασία νέων επαρχιών, ανήκε μόνο στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, βάσει του άρθρου 16 του Καταστατικού της Εκκλησίας της Σερβίας (Ταρνανίδης, 1998: 148).

Το Πατριαρχείο της Σερβίας, στον θρόνο του οποίου είχε ανέλθει από τον Σεπτέμβριο του 1958 ο από Ζίτσης Γερμανός [Τζόριτς] (1958-1990), δεν αποδέχθηκε τις αποσχιστικές αυτές κινήσεις. Τις κατεδίκασε μεν, αλλά υπό την ασφυκτική πίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος – την οποίαν πίεση, ο (μετά την εκθρόνισή του από τους Γερμανούς επανελθών τον Νοέμβριο του 1946 από την εξορία) Πατριάρχης Γαβριήλ [Ντότζιτς] (1938-1950) είχε χαρακτηρίσει σε ποιμαντορική του εγκύκλιο ως «Γολγοθάν» (Aγγελόπουλος, 1968: 278) – υποχρεώθηκε να ενδώσει και μεταξύ των ετών 1958 και 1967, στο πλαίσιο ενός αναγκαστικού κανονικού ελιγμού, παρεχώρησε την αυτονομία σε αυτή την περιοχή, παρέχοντας εσωτερική, εντός των πατριαρχικών δομών, αυτονομία στις Μητροπόλεις της Νότιας Γιουγκοσλαβίας, υπό «Καταστατικό» που όριζε την ονομασία της νέας, αυτονόμου αυτής Εκκλησίας ως «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» (εφεξής: ΜΟΕ). Ο Πατριάρχης Γερμανός μετέβη στα Σκόπια και τον Ιούλιο του 1959 χειροτόνησε τον Κλήμεντα [Τραϊκόβσκι] σε Επίσκοπο Πρεσπών και Βιτωλίων με έδρα στο Μοναστήρι. Στη συνέχεια οι Δοσίθεος και Κλήμης χειροτόνησαν τον Ναούμ [Ντιμόβσκι] σε Επίσκοπο Ζλετόβου και Στρωμνίτσης με έδρα στο Στίπ.. Ετσι η σχέση κανονικής ενότητος της ΜΟΕ με το Πατριαρχείο της Σερβίας, έστω σε ατμόσφαιρα αμοιβαίας καχυποψίας, διατηρήθηκε μέχρι το 1967, χρονιά κατά την οποία η ΜΟΕ απαίτησε την αυτοκεφαλία της έχοντας, φυσικά, σύμμαχό της στην επιδίωξή της αυτή το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Ο στρατάρχης Τίτο, εξ ορισμού άθεος, στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας για διαμόρφωση μιας τοπικής εθνικής φυσιογνωμίας έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην πλήρη ανεξαρτησία της τοπικής «μακεδονικής» Εκκλησίας, την οποία ο ίδιος υποκίνησε και προσπάθησε να επιβάλλει για λόγους πολιτικής ωφέλειας.

ΙV. H αντιπαράθεση στα άκρα: Το σχίσμα του 1967

Η σκοπιανή – σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία υπηρετώντας τότε τα ευρύτερα πολιτικά σχέδια του καθεστώτος για δημιουργία «μακεδονικού» κράτους, προχώρησε αυτογνωμόνως σε αύξηση των μελών της 3μελούς μέχρι το 1966 Συνόδου των αρχιερέων, η οποία τη χρονιά αυτή έγινε 4μελής. Και τούτο καθώς πέραν του αναγνωρισθέντος – στο πλαίσιο της παραχωρηθείσης, τον Ιούνιο του 1959, αυτονομίας – ως Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και μητροπολίτου «Μακεδονίας» Δοσιθέου και των εν συνεχεία κανονικώς εκλεγέντων μητροπολιτών Κλήμεντος Πρεσπών και Ναούμ Ζλετόβου, την άνοιξη του 1966 η Σύνοδος αυτή των τριών μητροπολιτών, όλως αντικανονικώς, ίδρυσε νέα εκκλησιαστική επαρχία, αυτή της Βελισσού (Βελίκης / Velickom), με έδρα στην Αχρίδα, εκλέγοντας σε αυτήν ως επίσκοπο τον Μεθόδιο [Ποπόφσκι]. Σε κοινή συνεδρίαση της Συνόδου των τεσσάρων, πλέον, αρχιερέων και των εκπροσώπων της Κληρικολαϊκής συνελεύσεως η σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της από την Εκκλησία της Σερβίας, ανακηρύσσοντας μονομερώς την ΜΟΕ ως αυτοκέφαλη. Γινόταν έτσι από τότε φανερό ότι το «μακεδονικό» εκκλησιαστικό πρόβλημα, δεν ήταν εκκλησιαστικό, αλλά -και εξ υπαρχής – πολιτικό (Aνδρεόπουλος, 2018a: 62). Η διαδικασία «μεταλλάξεως» της (σλαβο/βουλγαρικής) συνειδήσεως του πληθυσμού (σε «μακεδονική») ολοκληρώθηκε, από εκκλησιαστικής πλευράς με την έκδοση κρατικού διατάγματος αναγνωρίσεως της ΜΟΕ ως επίσημης Εκκλησίας της ΛΔΜ (Κωφός, 1999: 61).

  1. Απόπειρες επανενώσεως: H «Συμφωνία της Νις»

Η Εκκλησία της Σερβίας, μη αποδεχομένη την ως άνω εδαφική και πνευματική συρρίκνωσή της, τον Σεπτέμβριο του 1967 κήρυξε την αυτοαποκαλουμένη ως «Μακεδονική» Εκκλησία των Σκοπίων «σχισματική θρησκευτική οργάνωση» (Αγγελόπουλος, 1967:47-64) δηλ. την απέκοψε από την σχέση (ιερο-) κανονικής ενότητας μαζί της, όχι επειδή η ΜΟΕ ήταν αιρετική ως προς το ορθόδοξο δόγμα, αλλά επειδή παρεξέκλινε από βασικές εκκλησιολογικές αρχές και διοικητικούς ιερούς κανόνες, κοινοποιώντας την απόφασή της αυτή και στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Την πράξη αυτή της κηρύξεως της ΜΟΕ ως σχισματικής αναγνώρισαν στη συνέχεια και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, με πρώτη την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, με απόφαση της υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α΄ [Κοτσώνη], τότε, «Αριστίνδην» Ι. Συνόδου, θεώρησε ως «πάντη αντικανονικόν και άθεσμον τον τρόπον κατά τον οποίον ανεκηρύχθη εις αυτοκέφαλον η λεγομένη Μακεδονική Εκκλησία», και «κατά τα υπό των ιερών κανόνων επιτασσόμενα» διέκοψε «πάντα δεσμόν και πάσαν μετά των σχισματικών επισκόπων και λοιπών κληρικών αυτής επικοινωνίαν» (Eκκλησία [44], 1967: 547-548). Επίσης, σε ρητή καταδίκη της συμπεριφοράς της ΜΟΕ προχώρησαν, εκφράζοντας με Γράμματά τους τη συμπαράσταση των Εκκλησιών τους προς το Πατριαρχείο της Σερβίας, οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Βενέδικτος [Παπαδόπουλος] και Αντιοχείας Θεοδόσιος ΣΤ΄ [Αμπουρτζέηλη], ο τοποτηρητής του (χηρεύοντος) Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Λεοντοπόλεως Κωνσταντίνος [Κατσαράκης], ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος [Μούσκος], ο Αρχιεπίσκοπος Πράγας και πάσης Τσεχίας Δωρόθεος [Φιλίπ], ενώ ο Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας Αλέξιος [Σιμάνσκυ] και ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας Στέφανος [Ρούντικ] στις απαντήσεις τους απλώς πληροφορούσαν τον Πατριάρχη Σερβίας ότι παρέλαβαν την επιστολή του. Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας [Σπύρου] γνώρισε στον Πατριάρχη Σερβίας ότι στο Φανάρι «απεφασίσαμεν να καταδικάσωμεν και εξ ολοκλήρου να απορρίψωμεν αυτό το οποίον κατά τον παρελθόντα μήνα Ιούλιον απεφασίσθη και εξετελέσθη εν Αχρίδι», ενώ, παραλλήλως, κοινοποιούσε την απάντησή του στον Μητροπολίτη Σκοπίων Δοσίθεο και του συνιστούσε να επανεξετάσει την αντικανονική στάση του και να επανέλθει στους κόλπους της Εκκλησίας της Σερβίας (Ταρνανίδης, 2001: 139-140∙ Λόης, 2007: 411). Εκτοτε η Εκκλησία των Σκοπίων θεωρείται σχισματική απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και ούτε γίνεται δεκτή σε διορθόδοξους, ή διαχριστιανικούς οργανισμούς (π.χ. Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, κ.α.), όπως διεβεβαίωνε ο Πατριάρχης Σερβίας Γερμανός, δηλώνοντας τον Σεπτέμβριο του 1968 σε συνέντευξή του προς την θρησκευτική εφημερίδα «Pravoslavna» ότι με τις αποφάσεις της Εκκλησίας της Σερβίας, για την κήρυξη της ΜΟΕ ως σχισματικής, «συνεφώνησαν όλαι αι ορθόδοξοι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι» (Εκκλησία [45], 1968: 474).

Μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας το 1991 και την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων η εκκλησιαστική ηγεσία του νεοσύστατου κράτους της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ / FYROM) άρχισε να διεκδικεί την αναγνώρισή της από τις άλλες Oρθόδοξες Eκκλησίες. Από το 1998 διάφορες πιέσεις άρχισαν να ασκούνται προς το Πατριαρχείο Σερβίας και κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 2000 άρχισε και επισήμως ο διμερής διάλογος με το Πατριαρχείο Σερβίας, από το οποίο είχε αποσχισθεί. Η εμμονή τους, όμως, στη διεκδίκηση της αυτοκεφαλίας οδήγησε στη ρήξη και τον Ιανουάριο του 2001 σταμάτησε κάθε προσπάθεια διαπραγματεύσεως. Νέα απόπειρα προσεγγίσεως έλαβε χώρα τον Μάϊο του 2002, οπότε εκπρόσωποι των δύο πλευρών συναντήθηκαν στην πόλη Νις της Σερβίας και υπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας η Εκκλησία των Σκοπίων να ονομάζεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», με έδρα στα Σκόπια και να της δοθεί ευρεία αυτονομία (Τρίτος, 2004: 12, 2010: 65-67). Ο Αρχιεπίσκοπος Σκοπίων (και επικεφαλής της σχισματικής ΜΟΕ) Στέφανος [Βελιανόφσκι] αναφερόμενος στις διαφορές που υπάρχουν με το Βελιγράδι, με δηλώσεις του ότι «η Σερβική Εκκλησία μάς δίνει πλήρη αυτονομία ενώ εμείς επιθυμούμε το αυτοκέφαλο. Είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε όλοι για να μπορούμε μέσα από την αγάπη να δείξουμε ότι είμαστε μαθητές του Χριστού» (Αντωνιάδου, 1992: 42), άφηνε ανοικτό παράθυρο στην ελπίδα για επανένωση, ωστόσο και αυτή η διαβούλευση, η οποία φάνηκε ότι θα μπορούσε να δώσει λύση στο υφιστάμενο πρόβλημα, οδηγήθηκε σε ναυάγιο. Οι διαπραγματεύσεις με τη σερβική πλευρά δεν τελεσφόρησαν διότι οι εκπρόσωποι της σκοπιανής πλευράς υπό το πρόσχημα της αποκαταστάσεως των σχέσεων με τη Εκκλησία της Σερβίας, μέσω μιας μορφής διοικητικής ανεξαρτησίας (αυτονομίας ή αυτοκεφαλίας), έκρυβαν τις μύχιες προθέσεις τους που δεν είναι άλλες από την αναγνώριση του ονόματος της Εκκλησίας τους ως «μακεδονικής». Ετσι, ύστερα από έντονες πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων της ΠΓΔΜ, τον Ιούλιο του 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Σκοπίων απέρριψε το προσχέδιο συμφωνίας που είχαν υπογράψει ένα μόλις μήνα πριν οι εκπρόσωποί της στη Νις. Ενας, όμως, από τους μητροπολίτες αυτής της Εκκλησίας, ο Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννης [Βρανιτσκόφσκι], επανέφερε τη Μητρόπολή του στους κόλπους της Εκκλησίας της Σερβίας και η μεν σχισματική Εκκλησία τον καθήρεσε, η δε Σερβία τον όρισε έξαρχό της στα Σκόπια. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες φυλακίσεις του Μητροπολίτου Ιωάννη στις φυλακές Ιντρίζοβο των Σκοπίων. Τελικώς, το Πατριαρχείο της Σερβίας όρισε τον Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννη ως τοποτηρητή Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων και το έτος 2003, επί Πατριάρχου Παύλου [Στόϊτσεβιτς] (1990 – 2009) χειροτονήθηκαν άλλοι δύο επίσκόποι, και συγκεκριμένα οι Πολόγου και Κουμανόβου Ιωακείμ [Γιοφτσέφσκι] και Μπρεγκαλνίτσης Μάρκο [Κίμεφ], τοποτηρητής και της Επισκοπής Μοναστηρίου, ούτως ώστε να συγκροτείται Ι. Σύνοδος. Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σκοπίων το έτος 2005 και από το 2007 τους εν ενεργεία αυτούς αρχιερείς πλαισιώνει ο εκλεγείς ως τιτουλάριος Επίσκοπος Στοβίου Δαυϊδ [Νινώφ], ο οποίος έχει ορισθεί και τοποτηρητής της Επισκοπής Στρωμνίτσης. Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης και οι τρεις επίσκοποί του, προσπαθώντας να ασκήσουν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα, όχι μόνο εμποδίζονται, αλλά συχνά οδηγούνται στις φυλακές με τις ανυπόστατες κατηγορίες για «διατάραξη θρησκευτικής ειρήνης», «διέγερση σε απείθεια», «αναζωπύρωση θρησκευτικού και εθνικού μίσους» , κλπ., γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την άσκηση του λειτουργήματός τους.

2. Η ανάμιξη της Βουλγαρίας

Τον Νοέμβριο του 2017 η σχισματική ΜΟΕ, επιχειρώντας να δημιουργήσει «γέφυρες» επάνοδου της στην (εκκλησιαστική) κανονικότητα, εζήτησε, με επιστολή του προέδρου της, «Αρχιεπισκόπου Μακεδονίας» Στεφάνου, από το Πατριαρχείο Βουλγαρίας την υπαγωγή της στη βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίζοντας αυτήν, αντί της σερβικής, ως «Εκκλησία μητέρα». Ολως αντικανονικώς το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας ανταποκρίθηκε, αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητού προς τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες έτσι, ώστε, σύμφωνα με το σχετικό Ανακοινωθέν, «να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποκατάσταση του κανονικού status της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Μακεδονίας». (Eλεύθερος Τύπος, 14.01.2018: 7-9), προκαλώντας την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Ιερά Σύνοδος του οποίου κατήγγειλε «τας επ΄ εσχάτων εκδηλουμένας αντικανονικάς ενεργείας της Εκκλησίας της Βουλγαρίας επί του θέματος της εν τω κράτει της FYROM Eκκλησίας» (Φως Φαναρίου, 13.02.2018). Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εκφράσει την ανησυχία της για το γεγονός της επεμβάσεως της Εκκλησίας της Βουλγαρίας στα εσωτερικά (interna corporis) του Πατριαρχείου της Σερβίας στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ιστορικά και, ασφαλώς, νομοκανονικά η εκκλησιαστική περιφέρεια των Σκοπίων. Η ενέργεια της Εκκλησίας της Βουλγαρίας να αποδεχθεί το αίτημα της σχισματικής «Εκκλησίας της Μακεδονίας» και να αναλάβει ρόλο «Εκκλησίας μητρός», συνιστά, αν μη τι άλλο, κανονική εκτροπή. Η Εκκλησία της Ελλάδος επισημαίνει ότι η πράξη αυτή της βουλγαρικής Εκκλησίας αντίκειται σαφώς στους ιερούς κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας, παραθεωρεί το κανονικό δικαίωμα και τον υπερέχοντα ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την επίλυση διαφορών σε εσωτερικά ζητήματα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών (Πατριαρχείων και αυτοκεφάλων Εκκλησιών) και ενδέχεται να αποτελέσει απαρχή δυσαρέστων εξελίξεων. (Εκκλησία [94], 2017: 826)

V. Συμπεράσματα. Η πρόταση για τη λύση

Εξ αφορμής της επανενάρξεως από τις αρχές του 2018 των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και FYROM για το ονοματολογικό ζήτημα στο θέμα παρενέβη και η Εκκλησία της Ελλάδος. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Β΄ [Λιάπης], επικαλούμενος την από 9.1.2018 σχετική απόφαση της Διαρκούς Ι. Συνόδου, κάλεσε τον τότε Πρωθυπουργό Α. Τσίπρα, να λάβει υπόψη του και την εκκλησιαστική πτυχή του προβλήματος και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η Εκκλησία των Σκοπίων αυτοτιτλοφορείται «Μακεδονική», έχοντας για τον λόγο αυτόν καταστεί από το 1967 σχισματική, τελώντας σε απομόνωση από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Επισημαίνοντας τον κίνδυνο της πιθανότητας μετακυλίσεως του προβλήματος της ονομασίας του γειτονικού κράτους, από το πολιτικό στο εκκλησιαστικό επίπεδο και την επιβίωση ενός ιδιότυπου αλυτρωτισμού στη γείτονα χώρα μέσω του τίτλου της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων, ως «Εκκλησίας της Μακεδονίας», ο Αρχιεπίσκοπος εζήτησε από τον Πρωθυπουργό να ενεργήσει έτσι, ώστε στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης συμφωνίας περί του ονόματος να υπάρξει μέριμνα και για την αντίστοιχη ονομασία της σχισματικής Εκκλησίας, από τον τίτλο της οποίας πρέπει να απαλειφθεί ο όρος «Μακεδονία» και τα παράγωγά του (Eκκλησία [95], 2018: 8).

Η Εκκλησία της Ελλάδος εστιάζει στο ζήτημα του ονόματος θεωρώντας ότι η χρήση, του ονόματος «Μακεδονική» για την Εκκλησία των Σκοπίων αποτελεί ιστορική παραχάραξη, παραπέμποντας σε ομολογία του ιδίου του Πατριάρχου Σερβίας Παύλου [Στόϊτσεβιτς], ο οποίος διερχόμενος τον Απρίλιο του 1992 από την Αθήνα, στο πλαίσιο συναντήσεως του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ [Τίκα], είχε δηλώσει σχετικώς: «H χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σκοπιανούς είναι παράλογη, τεχνητή, κλοπιμαία. Η Μακεδονία δεν είναι δυνατόν να είναι διεθνική, το όνομά της, η ιστορία της και ο πολιτισμός της ανήκουν μόνο στην Ελλάδα» (Χατζηφώτης Ιωαν. 1998: 393). Η χρήση – ακριβώς ειπείν: ο σφετερισμός – του όρου «Μακεδονική» για την Εκκλησία των Σκοπίων θίγει όχι μόνο την ιστορική και την εθνική, αλλά και την εκκλησιολογική υπόσταση των Μητροπόλεών της στην Μακεδονία, στην Βόρεια Ελλάδα, που διαθέτουν στους τίτλους τους πατριαρχικές «υπερτιμίες» και «εξαρχίες» δοθείσες κανονικώς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την παραχώρηση των Μητροπόλεων αυτών, το 1928, στην επιτροπική διοίκηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, διατηρουμένου «επί τούτων του ανωτάτου κανονικού δικαιώματος του Αγιωτάτου Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου». Οι «εξαρχίες» αυτές, ως τίτλοι τιμής που παρέχουν σε αυτούς που τους φέρουν κανονικά δικαιώματα ασκήσεως έργου ή διεκπεραιώσεως ειδικής αποστολής εκ μέρους του Πατριαρχείου, οριοθετούνται, εν προκειμένω, σε κανονικό έδαφος των εκκλησιαστικών επαρχιών της Μακεδονίας, των αποκληθεισών «Νέων Χωρών» ως (μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912/1913 και τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο), «περιελθουσών εις το Ελληνικόν Κράτος», όπως ρητά αναφέρεται στο Α΄ «Ορο» της σχετικής Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως του 1928 (Iατρού, Γεωρ., 2010: 251-300). Τέτοιους πατριαρχικούς τίτλους φέρουν οι πλείστοι εκ των Μητροπολιτών της Βορείου Ελλάδος, ως π.χ. ο Καστορίας ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανω Μακεδονίας», ο Γρεβενών ως «υπέρτιμος και έξαρχος Νοτίου Μακεδονίας», ο Λαγκαδά ως «υπέρτιμος και έξαρχος Κεντρικής Μακεδονίας», ο Φιλίππων ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανατολικής Μακεδονίας», ο Γουμενίσσης ως «υπέρτιμος και έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας». Συνεπώς, η αναγνώριση της χρήσεως του (ιδίου) ονόματος «Μακεδονία» (ή παραγώγου του) για άλλη εκκλησιαστική επαρχία και μάλιστα γειτονικού της Ελλάδος κράτους, όπως η ΠΓΔΜ, θα αποτελούσε παραχάραξη της ιστορίας και εκκλησιο-κανονική εκτροπή. Εις ότι αφορά εις το όνομα, καθ’ εαυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ισχύουσα στο Διεθνές Δίκαιο αρχή του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή το δικαίωμα ενός λαού να καθορίζει ο ίδιος την ταυτότητά του, δεν έχει εφαρμογή στο (Κανονικό) Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου, αντιθέτως, ισχύει η αρχή του ετεροπροδιορισμού. Ο προσδιορισμός του ονόματος και των γεωγραφικών ορίων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας ανήκει στην αρμοδιότητα των θεσμικών οργάνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όχι των αιτούντων το αυτόνομο ή αυτοκέφαλο καθεστώς. Ετσι, εάν κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια θελήσει να αλλάξει το όνομά της ή τα γεωγραφικά όρια της κανονικής δικαιοδοσίας της, θα πρέπει να απευθυνθεί στον θεσμό, που εξέδωσε την απόφαση περί παραχωρήσεως αυτονόμου ή αυτοκεφάλου καθεστώτος, δηλαδή είτε στην τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, στην οποία υπάγεται, είτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Βαβούσκος – Λιάντας, 2014: 61-65, 68-78).

Τούτων δοθέντων η μόνη εφικτή λύση που μπορεί να υπάρξει στην βάση ιστορικών και εκκλησιολογικών κριτηρίων είναι εκείνη που είχε αρχικώς συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές (Εκκλησία της Σερβίας και ΜΟΕ), τον Μαϊο του 2002 στη Νις της Σερβίας, αλλά την οποία, ένα μόλις μήνα μετά, υπό την πίεση εθνικιστικών κύκλων της ΠΓΔΜ, η Εκκλησία των Σκοπίων (ΜΟΕ) απέρριψε με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διαιωνίζεται. Η «Συμφωνία της Νις», η οποία προέβλεπε να ονομασθεί η Εκκλησία των Σκοπίων «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», ο προκαθήμενός της να φέρει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων» και να της δοθεί ευρεία αυτονομία, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της επανενάρξεως εκκλησιαστικών διαβουλεύσεων για την εξεύρεση ιστορικά δίκαιης και εκκλησιολογικά ορθής λύσεως του προβλήματος. Προς αυτή τη κατεύθυνση το πλαίσιο της κανονικής επιλύσεως του προβλήματος έχει ήδη προδιαγράψει η (συνελθούσα τον Ιούλιο του 2016, στο Κολυμπάρι Χανιών) Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ορίζοντας και τις σχετικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων «η ζητούσα την Αυτονομίαν αυτής τοπική Εκκλησία, εάν διαθέτη τας αναγκαίας εκκλησιαστικάς, κανονικάς και ποιμαντικάς προϋποθέσεις, υποβάλλει το σχετικόν αίτημα εις την προς ην έχει την αναφοράν αυτής Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, εξηγούσα και τους σοβαρούς λόγους, οι οποίοι υπαγορεύουν την υποβολή του αιτήματος αυτής», διευκρινιζομένου ότι «η κίνησις και η ολοκλήρωσις της διαδικασίας δια την απόδοσιν του Αυτονόμου εις τμήμα κανονικής δικαιοδοσίας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας ανήκει εις την κανονικήν αρμοδιότητα αυτής, προς την οποία αναφέρεται η ανακηρυσσομένη Αυτόνομος Εκκλησία» Το Κείμενο («Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού») έχει υπογράψει και η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Σερβίας, που συμμετείχε στη Σύνοδο με επικεφαλής τον Πατριάρχη αυτής Ειρηναίο [Γκαβρίλοβιτς] (Εκκλησία [93], 2016: 611-612). Θετική εξέλιξη για την επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος των Σκοπίων το οποίο πληγώνει βαθύτατα την Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βαλκανική εδώ και μισό αιώνα απετέλεσε το υποβληθέν τον Μάϊο του 2018 προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αίτημα της «εν σχίσματι τελούσης Εκκλησίας των Σκοπίων, το υποστηριζόμενον και δια γράμματος του Πρωθυπουργού της FYROM κ. Ζόραν Ζάεφ», δια του οποίου ζητείται «η ανάληψις υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου της πρωτοβουλίας επαναφοράς της Εκκλησίας αυτής εις την κανονικότητα, υπό το όνομα της Αρχιεπισκοπής Αχριδών», αίτημα περί του οποίου η Ι. Σύνοδος απεφάσισε «να επιληφθεί αυτού (του αιτήματος) και διενεργήση τα δέοντα υπό τους απαραβάτους όρους των ιστορικοκανονικών αρμοδιοτήτων και προνομίων του πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου» (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου, 30.05.2018∙ Ανδρεόπουλος, 2018c).

VI.  Διδακτική εφαρμογή

Στοιχεία από την εργασία μας θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν / αξιοποιηθούν ως διδακτικό υλικό για τα μαθήματα:

α) Θρησκευτικών Β΄ Γυμνασίου, για τις Θεματικές Ενότητες 5 (Β.Θ. ΙΙ, I [To σχίσμα] και Θ.Ε. 6 (Β.Θ. ΙΙΙ, ii [O κίνδυνος του εθνοφυλετισμού]

β) Ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου τις Ενότητες 22 [Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων] και 58 [Η Ελλάδα στη μεταψυχροπολεμική εποχή (1989-2001)],

γ) «Θέματα Ιστορίας» Β΄ Λυκείου, μάθημα επιλογής, ΟΕΔΒ, 1999, στο βιβλίου του οποίου (ΟΕΔΒ, 1999) υπάρχει ξεχωριστό και εξειδικευμένο Κεφάλαιο για το Μακεδονικό Ζήτημα με την μικρή (αλλά και την μοναδική σε σχολικά βιβλία) αναφορά στην εκκλησιαστική πτυχή του, και

δ) στο πλαίσιο Ερευνητικής Εργασίας (Project) στη συνάφεια του θέματος, με ευκταία /προσδοκώμενα αποτελέσματα να κατανοήσουν οι μαθητές/-τριες:

i) τις έννοιες του σχίσματος και του εθνοφυλετισμού, από θεολογικής σκοπιάς, στην βάση των δεδομένων του «μακεδονικού» εκκλησιαστικού ζητήματος, και,

ii) τα υπαρκτά πρόβληματα του νεώτερου Ελληνισμού, με επίκεντρο την εκκλησιαστική διάσταση της ιστορικής τους πορείας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια.

VII. ΠΗΓΕΣ

Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ήτοι άπαντες οι Ιεροί και Θείοι Κανόνες, Ζάκυνθος 1864. 12η επανέκδ. 1998 (επιμ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα). Αθήναι: Παπαδημητρίου.

Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής (1852). Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων και των ιερών και τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τ. Β΄. Αθήνησιν: Εκ της τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος.

Ανακοινωθέν 13.09.1967 της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Για τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων», Εκκλησία (44).

«Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας,. Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» (2016), Εκκλησία (93)

Ανακοινωθέν 15.12.2017 της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Για το ανακοινωθέν της Εκκλησίας της Βουλγαρίας», Εκκλησία (94).

Aνακοινωθέν 13.01.2018 Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, «Για το θέμα της Ορθοδόξου Μακεδονικής Εκκλησίας», Ελεύθερος Τύπος, 14.01.2018.

Aνακοινωθέν 09.02.2018 Ι. Συνόδου Οικουμενικού Πατριαρχείου (2018), «Αντικανονικές ενέργειες της Εκκλησίας της Βουλγαρίας στο θέμα της Εκκλησίας της FYROM»: σε ιστολόγιο Φως Φαναρίου 13.02.2018 (τελευταία ανάκτηση 25.08.2019)

Ανακοινωθέν 11.01.2018 της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (2018). «Προς τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα για το όνομα του κράτους των Σκοπίων», Εκκλησία (95).

Ανακοινωθέν 30.05.2018 της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «Περί αιτήματος της εν σχίσματι Εκκλησία των Σκοπίων», Φως Φαναρίου, 30.05.2018 (τελευταία ανάκτηση 25.08.2019).

VIII. ΜΕΛΕΤΕΣ – ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Αγγελόπουλος, Αθ. (1967). «Το Αυτοκέφαλον της «Μακεδονικής» Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει των αποφάσεων της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Δελτίον Σλαβικής Βιβλιογραφίας, 15. Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (και εις ανάτυπον, 1968, σσ. 23)

Αγγελόπουλος, Αθ. (1984). Ο κόσμος της Ορθοδοξίας. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στο παρελθόν και το παρόν, Θεσσαλονίκη: Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.

Ακανθόπουλος, Πρ. (2006). Κώδικας Ιερών Κανόνων (Κείμενο – Ερμηνεία – Σχόλια). Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Ανδρεόπουλος, Χαρ. (2018a). «Η σχισματική “Εκκλησία της Μακεδονίας”. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», Νομοκανονικά 1/2018. Αθήνα: Σάκκουλας (και εις ανάτυπον).

Ανδρεόπουλος, Χαρ. (2018b). «Η εκκλησιαστική πτυχή στο “Μακεδονικό”», http://www.amen.gr, 01.02.2018 (τελευταία ανάκτηση: 30.03.2018) & Ελευθερία Λαρίσης, 04.02.2018, σ. 8

Ανδρεόπουλος, Χαρ. (2018c). «Μια θετική εξέλιξη σε μια πτυχή του «Mακεδονικού», στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα https://orthodoxia.info/news, 02.06.2018 (τελευταία ανάκτηση: 25.08.2019).

Ανδριώτης, Νικ. (1960). Το Ομοσπονδιακό κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του, Θεσσαλονίκη: Αυτοέκδοση. Επανέκδοση (1992), Αθήνα: Τροχαλία.

Aντωνιάδου, Μαρία (1992). «Η Εκκλησία των Σκοπίων ζητεί ανεξαρτησία. Διέξοδο από την κρίση αναζητούν στη Ναϊσό οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Βελιγραδίου και της αυτοαποκαλούμενης Εκκλησίας της Μακεδονίας». Aθήνα: «Το Βήμα», 19.05.2002, σ. Α 42.

Βαβούσκος, Κων. Α. (1973). Η νομοκανονική υπόστασις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ιδρυμα Πατερικών Μελετών.

Βαβούσκος, Αναστ. Κ. (2007). «Νομοκανονική θεώρηση του καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος»Μακεδονικά, 36. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Βαβούσκος, Αναστ. Κ. – Λιάντας, Γρηγ. (2014). Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες – Πηγές). Θεσσαλονίκη: Μέθεξις.

Bαβούσκος, Αναστ. Κ. 2018). Η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία». Η εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού», στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα: https://orthodoxia.info/news, 23.02.2018 (τελευταία ανάκτηση: 25.08.2019).

Βαλέττας, Ιωαν. (1864). Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Επιστολαί. Λονδίνo.

Γόνης, Δημ. (2001). Ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας, Αθήνα: Αρμός.

Iατρού, Γεωρ. (2010). Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην εκκλησιαστική, στην ελληνική και τη διεθνή έννομη τάξη (= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου. Σειρά Β΄: Μελέτες, 2), Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Καργάκος, Σαρ. (1997). «Η τιτοϊκή κατασκευή», σε: H απάντηση της Ιστορίας, στο συλλογικό έργο «Μακεδονία. Ιστορία εναντίον προπαγάνδας» (επιμ. Γιαν. Μαρίνος), Αθήνα: Αφιερωματική έκδοση Οικονομικός Ταχυδρόμος, (30.01.) 1997.

Κωφός, Ευαγ. (1992). «Το Μακεδονικό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως την εποχή μας», σε: Ι. Κολιόπουλος και και Ι. Χασιώτης, Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, τ. Β΄, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Παπαζήσης – Παρατηρητής.

Κωφός, Ευαγ. (1999). «Το Μακεδονικό κατά τους δύο τελευταίους αιώνες», Θέματα Ιστορίας Β΄ Λυκείου, μάθημα επιλογής, Κεφ. 1. Το Μακεδονικό Ζήτημα. Αθήνα: Υπ. Παιδείας/ ΟΕΔΒ.

Κωφός Ευαγ. (2008). «Ελληνικό κράτος και μακεδονικές ταυτότητες», Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις (επιμ. Ι. Στεφανίδη, Βλ. Βλασίδη, Ευαγ. Κωφού). Αθήνα: Εκδ. Ιδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (Κέντρο Ερευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης) & Πατάκης.

Λόης, Γεωρ. – Νεκτ. (2007). Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός. Βίος – δράση (1958-1990). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Μπαμπινιώτης, Γεωργ. (2008). «Γλωσσικές παραχαράξεις. Η “Μακεδονική” των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας». Αθήνα: Το Βήμα, 03.08.2008.

Νανάκης, Ανδρέας, αρχιμανδρίτης (νυν Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου). 1993. «Ο Μακεδονικός αγώνας και η Εκκλησία», εις το Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός. Κατερίνη: Τέρτιος.

Νικολακάκης, Δημ. (2015). «Το Αυτοκέφαλον και το Αυτόνομον στην πορεία προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Θεολογία, 85 (4). Αθήνα: Iερά Σύνοδος Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ταρνανίδης, Ιωαν. (1998). Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη.

Ταρνανίδης, Ιωαν. (2001). Οι Κατά Μακεδονίαν Σκλαβήνοι: Ιστορική πορεία και σύγχρονα προβλήματα προσαρμογής. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Tαχιάος, Αντώνιος – Αιμίλιος (2004). «Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ως υπόδειγμα ελληνοσλαβικής συμβίωσης», εις το: Χριστιανική Μακεδονία. Πελαγονία – Μια άλλη Ελλάδα – Θεσσαλονίκη – Αχρίδα (επιμ. Αθ. Αγγελοπούλου). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Τρίτος, Μιχ. (2004). Νεώτερες εξελίξεις στη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων. Θεσσαλονίκη (αυτοέκδοση).

Τρίτος, Μιχ. (2010). «Η σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων και το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννου», Ενατενίσεις 11. Κύπρος: Ιερά Μονή Κύκκου.

Τρίτος, Μιχ. (2018). Σύντομη ιστορική θεώρηση του εκκλησιαστικού προβλήματος των Σκοπίων, στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα: https://www.romfea.gr , 25.01.2018 (τελευταία ανάκτηση: 25.08.2019).

Τσούπρας, Γεωργ. (2015). «Η σχισματική “Μακεδονική Εκκλησία” και οι “κανονικοί” ισχυρισμοί της για αυτοκεφαλία»Νομοκανονικά 1/2015. Αθήνα: Σάκκουλας.

Τσούπρας, Γεωργ. (2018). Εκκλησία και Εθνογένεση. Η “Μακεδονική” Ορθόδοξη Εκκλησία στην υπηρεσία των Σκοπίων. Aθήνα: Γρηγόρης.

Χατζηφώτης, Ιωαν. (1998). Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ 1913-1998. Μαρτυρίες και τεκμήρια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

ΦΩΤΟ: Η εκκλησία των αγίων Κλήμεντος και Παντελεήμονος στην Αχρίδα.

* Ο Χαράλαμπος (Χάρης) Ανδρεόπουλος  είναι Δρ Θεολογίας ΑΠΘ, Συντονιστή2 Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος, xaan@theo.auth.gr.

ΠΗΓΗ: 23.10.2019, https://xristianiki.gr/

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.