Ἡ ἱστορία τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Filioque

στορία τς πιβολς το Filioque

Ο θεολογικές, γλωσσικές καί πολιτικές προϋποθέσεις τς πιβολς το Filioque

Το Φώτη Σχοιν*

Τό Filioque, ὅτι δηλαδή τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί κ το Υο, συνιστᾶ αἱρετική ἀπόκλιση τῆς Δύσεως καί ὄχι ζήτημα θεολογούμενον, ὅπως ὑποστηρίζουν ὁρισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι καί θεολογοῦντες. Λέγεται ὅτι τό πρῶτον ἐμφανίσθηκε σέ δύο συνόδους τοῦ Τολέδου τό 547 καί τό  589 [1]. Οἱ σύνοδοι αὐτές πρόσθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque. Πολλοί δογματολόγοι ἀμφισβητοῦν τό γεγονός αὐτό καί θεωροῦν ὅτι ἐμφανίσθηκε ἀργότερα σέ ἄλλες συνόδους τῆς Δύσεως [2]. Προτοῦ ὅμως προβοῦμε στήν ἱστορική πλευρά τοῦ ζητήματος, θεωροῦμε σκόπιμο νά ἐξετάσουμε ἐν ἄκρᾳ συντομίᾳ τίς θεολογικές, γλωσσικές καί πολιτικές προϋποθέσεις τοῦ Filioque στή Δύση.

Ὁ πρῶτος Πατέρας τῆς Δύσεως ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει καί διατυπώνει ρητά καί μέ σαφήνεια τό Filioque εἶναι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος. [3] Ὅμως καί στήν προαγουστίνεια θεολογική παραγωγή τῆς Δύσεως ἀνιχνεύονται ὁρισμένες θεολογικές τάσεις πού ὁδηγοῦν στό Filioque. Ἡ κυριώτερη καί βασικώτερη θεολογική τάση εἶναι ἡ σύγχυση τῆς θεολογίας καί τῆς οἰκονομίας στήν Ἁγία Τριάδα. Συγκεκριμένα οἱ δυτικοί Πατέρες, ἅγιος Ἱλάριος Πουατιέ καί ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, μολονότι ἦσαν ὑπέρμαχοι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀκολουθοῦσαν τήν Τριαδολογία τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, κάνουν θεολογία ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἀγία Τριάδα συγχέοντάς την μέ τήν οἰκονομία. Μέ ἄλλα λόγια συγχέουν τίς ἀΐδιες ἐνδοτριαδικές σχέσεις μέ τήν ad extra οἰκονομία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συνέπεια τούτου εἶναι ὅτι δέν κάνουν σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στήν ἀΐδια ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πού γίνεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός) καί στήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πού γένεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ). [4] Στό σημεῖο αὐτό κρίνουμε ἀναγκαῖο νά διασαφηνίσουμε ὅτι κατά τήν ὈρθόδοξοΤριαδολογία ἡ προαιώνια ὑπαρκτική  ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἐνῶ ἡ ἔγχρονος πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο γίνεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Μόνη θεογόνος πηγή καί  ἀρχή στήν Ἁγία Τριάδα εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος προαιωνίως γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἄλλο πρᾶγμα ἡ προαιώνια ὑπαρκτική πρόοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀΐδιος ἐκπόρευση τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος (ἰδιότητα μόνου τοῦ Πατρός) καί ἄλλο πρᾶγμα ἡ οἰκονομική ἔγχρονος ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο (ἰδιότητα καί τοῦ Υἱοῦ). Τοῦτο οἱ Δυτικοί Πατέρες δέν τό ἔκαναν σαφῶς καί κατηγορηματικῶς, χωρίς ὅμως καί νά φθάσουν στήν ὑποστήριξη τοῦ Filioque, καί ἔμειναν πιστοί στό Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως καί τήν Καππαδοκική θεολογία. Τοὐναντίον ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος μή μπορώντας νά κατανοήσει τήν Καππαδοκική Τριαδολογία καί συγχέοντας θεολογία καί οἰκονομία στήν Ἁγία Τριάδα διετύπωσε ρητῶς καί σαφῶς τό Filioque. Ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γράφει: «Κατά τόν ζ΄ αἰῶνα γένετο γνωστόν  ες τήν νατολήν, τι ο λατινόφωνοι Ρωμαοι μίλουν περί κπορεύσεως το γίου Πνεύματος κ το Πατρός καί το Υο. ς κφρασις πάρχει ες τόν μβρόσιον καί ς διδασκαλία τό πρτον ες τόν Αγουστνον. Ες τόν μβρόσιον κ το Υο κπόρευσις σημαίνει τήν ν χρόν πέμψιν το γίου Πνεύματος λλ̉ οχί τόν τρόπον τς πάρξεως ατο, ν ες τόν Αγουστνον κπόρευσις σημαίνει καί πέμψιν καί τρόπον πάρξεως. διδασκαλία το μβροσίου εναι ρθόδοξος, ν το Αγουστίνου δέν εναι». [5] Σημειωτέον ὅτι ὁ ὅρος «τρόπος πάρξεως» δηλοῖ τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Πατρός εἶναι τό ἀγέννητον (ὁ Πατήρ ὑπάρχει ἀγεννήτως‒καί ἀναιτίως), τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ εἶναι τό γεννητόν (ὁ Υἱός ὑπάρχει γεννητῶς‒καί αἰτιατῶς), τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό ἐκπορευτόν (τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει ἐκπορευτῶς‒καί αἰτιατῶς).

Πέρα ἀπό τήν θεολογική αὐτή σύγχυση ὑπάρχει καί ἡ γλωσσική σύγχυση. Ἡ λατινική γλῶσσα δέν μποροῦσε νά σημάνει μέ διαφορετικούς ὅρους τήν ἀΐδιο ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν ἔγχρονο ἀποστολή/πέμψη Του στόν κόσμο, ἀλλά τίς δήλωνε καί τίς δύο μέ τόν ἴδιο ὅρο/λέξη, «processio»(ρῆμα «procedere»). Ἀποτέλεσμα τούτου ἦταν νά ταυτίσουν τήν ἀΐδια ὑπαρκτική πρόοδο (ἐκπόρευση) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν ἔγχρονο ἐκφαντορική πρόοδο (πέμψη/ἀποστολή) τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ὡς ἐκ τούτου ἐπειδή ἡ δεύτερη γίνεται ἀπό τόν Υἱό, νά θεωρήσουν ἐσφαλμένως ὅτι καί ἡ πρώτη γίνεται καί αὐτή ἀπό τόν Υἱό. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες αἰῶνες ἀργότερα ἔγραφαν ἐπί τούτου: «Οσης τς λατινίδος διαλέκτου στενς καί μή δυναμένης δι̉ λλης μέν λέξεως δηλσαι τήν πρόεσιν κπεμψιν, δι̉ λλης δέ τήν κπόρευσιν, κάλεσαν οτοι μφοτέρας processionem· διό καί λαθον στερον, ντί τς χρονικς προέσεως κλαβόντες καί ννοήσαντες τήν χρονον κείνην κπόρευσιν. θεν μες, να τήν μωνυμίαν ταύτην κφύγωμεν, τήν μέν καλομεν κπόρευσιν, τήν πρός τά σω δηλαδή καί ΐδιον· τήν δέ κπεμψιν πρόεσιν ποστολήν, δηλονότι τήν ν χρόν καί πρός τά ξω, ο καλομεν κπόρευσιν». [6]

Γιά τίς θεολογικές καί γλωσσικές προϋποθέσεις τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου καί τῶν λοιπῶν Λατίνων Πατέρων πού ὁδήγησαν στό Filioque ὁ καθηγ. Γεώργιος Μαρτζέλος γράφει: « διαφοροποίηση ατή το μβροσίου πό τό Μ. Βασίλειο δέν εναι δύσκολο νά ξηγηθε· φείλεται πρτα-πρτα στήν δυναμία τς λατινικς θεολογικς γλώσσας, κατά τήν ποία, πως δη επαμε, τό ρμα prodecere τόσο στίς λατινικές μεταφράσεις τς γ. Γραφς σο καί στή λατινική θεολογική παράδοση δηλώνει χι μόνο τήν ΐδια προέλευση λλά καί τήν οκονομική ποστολή το Υο καί το Πνεύματος, καί πειτα πράγμα πού εναι καί τό σημαντικότερο στό γεγονός τι μβρόσιος συνεχίζει ν προκειμέν τήν παράδοση τν προηγούμενων Λατίνων πατέρων, κάνοντας Θεολογία μέσα στά πλαίσια τς Οκονομίας, χωρίς νά διακρίνει σαφς νάμεσα στήν ΐδια κπόρευση το γ. Πνεύματος καί τήν οκονομική ποστολή του στόν κόσμο». [7]

Πέραν ὅμως τούτων ὑφίστανται καί πολιτικές προϋποθέσεις τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Filioque. Συγκεκριμένα ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Φράγκων Κάρολος ὁ Μέγας ἵδρυσε τόν Η΄ μ.Χ. αἰώνα τήν Ἁγία Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους. Ὁ Μέγας Κάρολος θεωροῦσε τήν ὑπ̉ αὐτοῦ ἱδρυθεῖσα αὐτοκρατορία ὡς τήν μόνη νόμιμη συνέχεια καί διάδοχο τῆς ἀρχαίας Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί τήν μόνη ἐκπρόσωπο τοῦ οἰκουμενικοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὡς ἐκ τούτου ἀμφισβητεῖ τήν νομιμότητα τῆς ἤδη ὑφισταμένης Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης.Στά πλαίσια αὐτῆς τῆς ἀμφισβητήσεως ἀποκαλεῖ τούς ἀνατολικούς Ρωμαίους (τούς νῦν ἀποκαλουμένους Βυζαντινούς) ὡς Γραικούς καί τό κυριώτερο ἀμφισβητεῖ τήν νομιμότητα καί τήν δογματική ὀρθότητα τῆς Πατερικῆς θεολογικῆς παραδόσεως. Τώρα συντάσσονται ἀπό τούς Φράγκους θεολόγους οἱ πρῶτοι λίβελλοι  contra errores Graecorum (=κατά τῶν πλανῶν τῶν Ἑλλήνων) καί ἀνασύρεται καί υἱοθετεῖται τό Filioque. Κατά τόν μακαριστό π. Σπυρίδωνα Μπιλάλη «εναι μως πλέον βέβαιον, τι τό Filioque ερε σχυράν πολιτικήν προστασίαν κ μέρους το πανισχύρου ατοκράτορος τν Γάλλων καί τν Γερμανν, Καρόλου το Μεγάλου. αλή το Καρόλου πετέλεσε θεολογικήν καί πολιτικήν στέγην το Filioque». [8] Ἔτσι ὁ Μ. Κάρολος συγκαλεῖ τήν σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794 ἡ ὁποία ὑπεστήριξε τό Filioque καί ἀπεκήρυξε τήν Ζ΄ οἱκουμενική Σύνοδο καί ἐπίσης συγκαλεῖ τήν σύνοδο τοῦ Ἀκυϊσγράνου (Ἄαχεν) τό 809, στήν ὁποία οἱ συμμετέχοντες διαιρέθηκαν σέ δύο παρατάξεις, αὐτήν τοῦ Μ. Καρόλου πού ὑπεστήριζαν τό Filioque καί αὐτή τοῦ πάπα Λέοντος τοῦ Γ΄ πού ἀντετίθεντο στήν νεωτερική προσθήκη τοῦ Filioque. Τίς Συνόδους αὐτές ὁ Μ. Φώτιος ἀπεκάλεσε «γέλας δυσσεβούσας». Μάλιστα οἱ Φράγκοι θεολόγοι θεωροῦσαν ὅτι τό Filioque ἀποτελοῦσε πρόοδο ἔναντι τῆς Πατερικῆς θεολογίας στήν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι λοιπόν βλέπουμε ὅτι ὁ Μ. Κάρολος χρησιμοποίησε τήν θεολογία κατά τό δοκοῦν γιά νά στηρίξει πολιτικές σκοπιμότητες. Ὁ μακαριστός π. Σπυρίδων Μπιλάλης γράφει χαρακτηριστικά: «Εναι ζήτημα, άν καί ατός φανατικός ποστηρικτής το Filioque Κάρολος Μέγας πίστευεν ες τό Filioque, τό χρησιμοποίει μως ς “παιγνιόχαρτον” ναντίον τν ατοκρατόρων το Βυζαντίου, τούς ποίους πεδίωκε νά μφανίσ ς αρετικούς, διά νά παρουσιάζεται ατός ς μόνος ατοκράτωρ, δυνάμενος νά κπροσωπ παντα τόν Χριστιανικόν κόσμον». [9] Τήν ἴδια πολιτική ἐφήρμοσαν καί οἱ διάδοχοι τοῦ Μ. Καρόλου στήν Δύση ἔτσι ὥστε « καισαροπαπισμός τν ατοκρατόρων τς Δύσεως πέβαλε τελικς τήν δεινήν αρεσιν το Filioque, τήν ποίαν πέρριπτε Βυζαντινή κκλησία καί ρνετο πί μακρόν καί ατή κκλησία τς Ρώμης». [10]

Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πάπες τῆς Ρώμης ἀντέταξαν σθεναρή ἄρνηση καί ἐναντίωση στήν προσθήκη τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ὁ πάπας Λέων Γ΄ κατά τήν σύνοδο τοῦ Ἀκυϊσγράνου τό 809 ἐχαρακτήρισε ὡς θρασεῖς τούς ἰσχυρισμούς τῶν Φράγκων γιά τό Filioque [11] καί διέταξε τήν ἀνάρτηση δύο ἀργυρῶν πλακῶν στό ναό τοῦ ἁγίου Πέτρου στή Ρώμη μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἑλληνιστί καί λατινιστί χωρίς τό Filioque μέ τήν ἐπιγραφή «Λέων Γ΄ κατά ζλον τε καί προφυλακήν τς ρθοδόξου πίστεως τάδ̉ θέμην». [12]

Ὁ πρῶτος φιλόφραγκος πάπας ἦταν ὁ Νικόλαος Α΄. Μέ τήν ἔνθερμη εὐλογία καί συγκατάθεσή του Φράγκοι ἱεραπόστολοι τό 866 εἰσήγαγαν τό Filioque στήν μόλις συσταθεῖσα Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀρτισύστατος Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ὑπήγετο στή δικαιοδοσία τοῦ πάπα Ρώμης. Σημειωτέον ἐπίσης ὅτι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ἀπαγγελόταν τήν ἴδια χρονική περίοδο χωρίς τήν προσθήκη τοῦ Filioque στή Ρώμη. Ὁ παποκαῖσαρ, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ, Νικόλαος Α΄ δέν ἐτόλμησε νά εἰσαγάγει τό Filioque στή Ρώμη. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Μ. Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὑπῆρξε κεραυνοβόλος σ̉ αὐτή τήν εἰσαγωγή τοῦ Filioque στή Βουλγαρική Ἐκκλησία. Ὁ Μ. Φώτιος ἔρριξε ὅλο τό βάρος τῆς πολεμικῆς του στήν αἱρετική καινοτομία τοῦ Filioque μέ ἀκαταμάχητη θεολογική ἐπιχειρηματολογία. Ἐπίσης στήν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του πρός τούς «τς νατολς ρχιερατικούς θρόνους» καταδικάζει ἄμεσα τόν πάπα Νικόλαο Α΄ ὡς σιωπηρῶς εὐλογήσαντα τό Filioque. Ὁ Μ. Φώτιος συνεκάλεσε τό 867 μεγάλη Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, στήν ὁποία καταδικάσθηκε καί καθαιρέθηκε ὁ Νικόλαος Α΄. Ἔτσι τό 867 ἔχουμε τό πρῶτο μεγάλο σχίσμα Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἐπί Φωτίου τοῦ Μεγάλου καί Νικολάου Α΄ πάπα Ρώμης.

Τό σχίσμα αὐτό δέν διήρκεσε πολύ καθότι στή μεγάλη Σύνοδο, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 879-880 καί στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Μ. Φώτιος καί συμμετεῖχε δι̉ ἀντιπροσώπων ὁ πάπας Ρώμης Ἰωάννης Η΄, ὁ ὁποῖος διεδέχθη τόν ἀποθανόντα πάπα Νικόλαο Α΄, κατεδίκασε τούς μή ἀποδεχομένους τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τούς προσθέσαντας ὁτιδήποτε στό Σύμβολον τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Οὐσιαστικά κατεδίκασε τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχαν προσθέσει τό Filioque στό Σύμβολον τῆς Πίστεως.

Εἶναι ἐνδεικτικό τῆς ἀντιστάσεως πού προέβαλλε ἡ πρεσβυτέρα Ρώμη στήν προσθήκη τοῦ Filioque ὅτι «παντες ο πάπαι Ρώμης τν δέκα πρώτων αώνων μολόγουν τό Σύμβολον τς πίστεως νευ το Filioque». [13] Μάλιστα ὅπως ἔχει γραφεῖ «Γενικώτερον,   συμφωνία τν πρό το Σχίσματος (ἐνν. τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος τό 1054) παπν κατά το Filioque προσλαμβάνει τόν χαρακτρα πολύτου μοφωνίας. Καί ατός τι παποκασαρ Νικόλαος Α΄, νεχθείς τήν πό τν Φράγκων   εραποστόλων τήν διδασκαλίαν το Filioque ες τήν νεοπαγ κκλησίαν τς Βουλγαρίας καί προκαλέσας τό Σχίσμα το 867, δέν πετόλμησε τήν προσθήκην το Filioque ες τό σύμβολον τς πίστεως». [14]

Τελικά ὁ πάπας Ρώμης Σέργιος Δ΄ τό 1009 στήν ἐνθρονιστική του ἐπιστολή παρέθεσε τό Σύμβολον τῆς Πίστεως μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque. Στό ἐπίσημο σύμβολο τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας ἡ προσθήκη τοῦ Filioque εἰσήχθη μετά πενταετία ἀπό τόν πάπα Βενέδικτο Η΄ τό 1014 κατόπιν τῆς πιέσεως τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Δύσεως Ἐρρίκου Β΄. [15] Καί ὅπως ἔχει γραφεῖ «Προσωπικς, Βενέδικτος Η΄ δέν το πέρ τς προσθήκης το Filioque, πιέσθη μως ες τοτο πό το ατοκράτορος τς Γερμανίας ρρίκου Β΄». [16]

Σημειώσεις

[1] Ἀρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, κκλησιαστική στορία, τρίτη ἔκδοσις, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1970, σ. 344

[2] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη,  αρεσις το Filioque,  ἐκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆναι 1972, σελ. 63 κ. ἑξ.

[3] Βλ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική θεολογία τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, τόμος Α ́, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 379 κ. ἑξ.

[4] Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, ρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 101 κ. ἑξ.

[5] Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμοσύνη, ἐκδοσις τρίτη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 124-125

[6] Mansi, 37, 423

[7] Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, ὅ.π., σελ. 112

[8] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ. 78

[9] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ.79

[10] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ.79

[11] Ἰωάννου Ρωμανίδου, ὅ.π., σελ. 167

[12] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ.82

[13] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ.95

[14] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ. 96

[15] Ἀρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου,ὅ.π., σελ. 374

[16] Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, ὅ.π., σελ.142

Εικόνα της Αγίας Τριάδος, Ρωσία, αρχές 16ου αι.

ΠΗΓΗ: 18.06.2019, https://antifono.gr/

Ο Φώτης Σχοινάς είναι συνταξιούχος φιλόλογος εκπαιδευτικός και πρώην σχολικός σύμβουλος.

Σημείωση: Η επί πλέον μορφοποίηση έγινε από τΜτΒ.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.