Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Καρναβάλια: Άλλος Θεός την Κυριακή, άλλος Θεός την Δευτέρα…

Καρναβάλια:

Άλλος Θεός την Κυριακή, άλλος Θεός την Δευτέρα…

Του Κώστα Μαστροκώστα*


   Η λέξη «καρναβάλι» δεν έχει αποδεκτή ετυμολογία από όλους, είναι μια λέξη γνωστή, αλλά και συνάμα άγνωστη. Υπάρχουν, ωστόσο, πιθανές ετυμολογίες που δίνουν διάφοροι λαογράφοι. Το βέβαιο είναι ότι όσο περισσότερο ερευνάς για την προέλευση του καρναβαλιού, ακόμη και για την ετυμολογία της λέξης, τόσο πιο βαθιά χώνεσαι στην ειδωλολατρία και τον παγανισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η επιστήμη έχει γνωρίσει εκπληκτική πρόοδο. Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς αυτή η πρόοδος να έχει επιφέρει και την απαλλαγή από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και πρωτογονισμούς, εν τούτοις ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό δέσμιος τέτοιων καταβολών, πράγμα το οποίο γίνεται ιδιαίτερα αισθητό κατά την περίοδο των Αποκριών ή Καρναβαλιού.
   Σύμφωνα με το “Standard Dictionary of Folklore, Mythology and Legend”, το καρναβάλι προέρχεται από τη φράση ‘’carrus navalis’’ που σημαίνει κάρο της θάλασσας, ένα τροχοφόρο όχημα με μορφή πλοίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στις πομπές του Διόνυσου και από το οποίο έψαλλαν όλα τα είδη των σατυρικών τραγουδιών». Μέχρι τις ημέρες μας έμειναν ως «άρματα» του καρναβαλιού. Υπάρχει και η εκδοχή που υποστηρίζει ότι η λέξη “carne vaal” περιλαμβάνει ως δεύτερο συνθετικό το όνομα του αρχαίου θεού Βάαλ. Ήταν ο αδηφάγος θεός των Χαναναίων, με κεφάλι ταύρου, και στο όνομά του θυσίαζαν βρέφη. Για τη λατρεία του, οι άντρες φορούσαν γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες ντύνονταν άντρες κι έβγαιναν στους δρόμους με διάθεση για κραιπάλη και κάθε είδους όργια, κρατώντας όπλα ή ρόπαλα.
Και στην Ελλάδα όμως οι βαθιές ρίζες του καρναβαλιού βρίσκονται στην ελληνική Μυθολογία. Εκεί, υπήρχε ο Κάρνος, ένας κριόμορφος θεός, προστάτης της γονιμότητας – λατρεύτηκε πολύ στη Λακωνία και τη Μεσσηνία, πριν από την κάθοδο των Δωριέων. Φυσικά και θυμίζει Διόνυσο και Πάνα. Το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε», στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε». Η έκφραση «καρνάβαλε», θα μπορούσε να λέει «είθε, θεέ Κάρνε» – δηλαδή, μακάρι, κριόμορφε θεέ, να εκπληρώσεις τις προσδοκίες μας για γονιμότητα κι ευημερία. Καρναβάλι, όμως, χωρίς μασκαράδες δεν γίνεται. Η λέξη «μάσκα» είναι δάνειο από τα Ιταλικά (αν και στα σύγχρονα Ιταλικά η λέξη είναι ‘’maschera’’) και η ιταλική λέξη ανάγεται σε ένα υστερολατινικό ‘’masca’’, που σήμαινε «προσωπίδα». Πάντως, για την ετυμολογία της λατινικής λέξης δεν υπάρχει μια ευρέως αποδεκτή άποψη. Ίσως, όπως γράφει το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Λέξεις Που Χάνονται», να είναι δάνειο από το αραβικό ‘’maskharah’’, γελωτοποιός, από το οποίο μπορεί να προέρχεται το δικό μας «μασκαράς», ιδίως αν σκεφτούμε τη λέξη «μασκαραλίκι» – η γελοία πράξη. Δηλαδή, τα λεξικά αναγνωρίζουν δύο ελληνικές λέξεις «μασκαράς», τη μία με τη σημασία «μεταμφιεσμένος», που ετυμολογείται από το βενετικό ‘’mascara’’ και αυτό από το υστερολατινικό ‘’masca’’, με άγνωστη την απώτερη προέλευση, και μία με τη σημασία «γελωτοποιός», που προέρχεται από τα Αραβικά, μέσω Τουρκικών.

   Η συνηθέστερη έννοια που έχει σήμερα η λέξη «Αποκριά» ή «Καρναβάλι» είναι εκείνη η μεγάλη εορταστική λαϊκή εκδήλωση μεταμφιεσμένων ανθρώπων που διασκεδάζουν στους δρόμους τραγουδώντας, χορεύοντας, πίνοντας, ξενυχτώντας, πειράζοντας άλλους ανθρώπους, λέγοντας αστεία και βωμολοχίες και γενικότερα κάνοντας πράγματα που σε άλλες περιπτώσεις δεν θα έκαναν. Η προέλευση όλων αυτών των εκδηλώσεων και των εθίμων αυτής της περιόδου είναι ειδωλολατρική και εντοπίζεται στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη. Γι’ αυτό και ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων γιορτών της αρχαιότητας έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα:

   Η χρονική περίοδος εορτασμού: Στην αρχαία Αθήνα, στις αρχές Μαρτίου, δηλαδή κατά τις ημέρες που σήμερα αντιστοιχούν περίπου στην περίοδο των Αποκριών, καθώς ερχόταν η άνοιξη εορτάζονταν τα Ανθεστήρια, μια γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου.
Η διπλή όψη του εορταστικού χαρακτήρα: Τα Ανθεστήρια ήταν αφενός γιορτή των λουλουδιών, του κρασιού και της αχαλίνωτης χαράς και αφετέρου γιορτή των νεκρών και των ψυχών. Στη σημερινή εποχή, κατά την περίοδο των Αποκριών επίσης κυριαρχούν αυτά τα δύο στοιχεία, καθώς από τη μια πλευρά γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις μεταμφιεσμένων και από την άλλη μεριά υπάρχουν τα Ψυχοσάββατα πριν την Κυριακή της Αποκριάς.
   Οι μεταμφιέσεις: Υπήρχαν ήδη από την αρχαία Ελλάδα, καθώς κατά τη διάρκεια των διονυσιακών γιορτών οι οπαδοί του Διονύσου φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (δηλ. το σκούρο κατακάθι του μούστου) και γενικότερα προσπαθούσαν να έχουν τη μορφή ανθρωπόμορφου τράγου, επειδή έτσι πίστευαν ότι έμοιαζαν οι Σάτυροι (δαιμονικές θεότητες) που συνόδευαν το Διόνυσο στα γλέντια του. Ο άνθρωπος φορώντας τη μάσκα και τη στολή αισθάνεται ότι παραμερίζει τη δική του προσωπικότητα, την εικόνα του απέναντι στους άλλους ανθρώπους και το ρόλο του στην κοινωνία, και νιώθει ότι έχει την ευκαιρία να αφήσει ελεύθερα κάποια άλλα ένστικτά του και συμπεριφορές που δίσταζε υπό κανονικές συνθήκες να εκδηλώσει. Ακόμη όμως κι αν δεν είχε τέτοιες τάσεις, ενθαρρύνεται να τις καλλιεργήσει μιμούμενος τους.

   Ξεφάντωμα – Πειράγματα: Πίσω από τη μεταμφίεση ο άνθρωπος αισθάνεται ότι απεκδύεται τον χαρακτήρα του και τους περιορισμούς της καθημερινής ζωής και μπαίνει σε έναν άλλο ρόλο όπου μπορεί να επιδοθεί σε ένα άνευ ορίων ξεφάντωμα μεθώντας και ξεστομίζοντας ό,τι θέλει χωρίς περιορισμούς. Ομοίως συνέβαινε κατά τις διονυσιακές γιορτές δεδομένου ότι οι Σάτυροι (το ρόλο των οποίων υποδύονταν οι μεταμφιεσμένοι) ήταν θεότητες με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την ανηθικότητα και τις βωμολοχίες.
Οι προσφορές προς τους νεκρούς: Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι κατά τη δεύτερη ημέρα των Ανθεστηρίων (η οποία ονομαζόταν «Χόες»), άνοιγαν οι πόρτες του Άδη και οι νεκροί ανέβαιναν στον επάνω κόσμο, για να ξαναεπιστρέψουν εκεί την επόμενη ημέρα. Προσφέρονταν λοιπόν στους νεκρούς πολλές τιμές καθώς και μια πανσπερμία σιτηρών δηλαδή ένα παρασκεύασμα από σπόρους δημητριακών και οσπρίων, κάτι σαν τα σημερινά κόλλυβα (από τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή τους, η τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν «Χύτροι»).

   Στις ημέρες μας υπάρχει παρόμοιο έθιμο καθώς, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς. Όμως τα Ψυχοσάββατα του Τριωδίου θεωρούνται ιδιαίτερης σημασίας οπότε και γίνονται προσφορές προς τους νεκρούς, όπως κόλλυβα, πρόσφορα και ψυχούδια.

   Διάφορα έθιμα παγανιστικής προέλευσης: για παράδειγμα ο ξέφρενος χορός των μεταμφιεσμένων (στην αρχαιότητα είχε ως σκοπό τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει μέσω των χτυπημάτων των ποδιών), οι φωτιές στα σταυροδρόμια (τις ανάβουν προκειμένου να διώξουν το χειμώνα και πηδούν από πάνω «για το καλό»), κ.ά..
Πολλές ομοιότητες με τις σημερινές Απόκριες παρουσίαζαν κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα χαρακτηριστικά έθιμα της γιορτής «Λουπερκάλια», η οποία γινόταν προς τιμήν του Λούπερκου, του θεού της γονιμότητας και προστάτη των βοσκών. Οι ιερείς του Λούπερκου, αφού έκαναν θυσίες στην ιερή σπηλιά του θεού τους, περιόδευαν στους δρόμους της Ρώμης ντυμένοι με τα δέρματα των θυσιασθέντων ζώων, πειράζοντας τους ανθρώπους.
   Στο Δυτικό κόσμο και κυρίως στις ΗΠΑ, υπάρχει μια αντίστοιχη γιορτή μεταμφιέσεων, το Halloween που γιορτάζεται κάθε χρόνο την 31η Οκτωβρίου (παραμονή) και την 1η Νοεμβρίου (ανήμερα). Το Halloween θυμίζει τις Απόκριες, καθώς περιέχει μεταμφιέσεις, αλλά και μνήμη των νεκρών αγίων και μαρτύρων (η ονομασία προέρχεται από τη φράση “All Hallows Eve” = «παραμονή [της γιορτής] όλων των αγίων»). Όμως το Halloween διαφοροποιείται από τις Απόκριες ως προς το γεγονός ότι έχει περισσότερο μυστικιστική χροιά και όσον αφορά τις μεταμφιέσεις αλλά και επειδή συνδέεται με αποκρυφιστικές τελετές.
   Όπως και να έχει όμως, από Δευτέρα που λέμε και εν προκειμένω από την Καθαρή Δευτέρα, πρώτη μέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της μεγαλύτερης και σημαντικότερης περιόδου νηστείας την Ορθόδοξης Εκκλησίας, όλα αυτά τελειώνουν, ή τουλάχιστον πρέπει να τελειώνουν γιατί εδώ κυριολεκτικά η περίοδος αυτή για τους πιστούς, είναι νηστεία και προσευχή! Αν η Κυριακή είναι το απόλυτο ξεσάλωμα με βάση τα παραπάνω, η Καθαρά Δευτέρα είναι το ακριβώς αντίθετο! Θα μπορούσαμε να πούμε χαριτολογώντας όπως και ο τίτλος αυτού του μικρού πονήματος, ότι άλλος ο θεός της Κυριακής και άλλος ο θεός της Δευτέρας!!!
   Καλή Κυριακή Αποκριάς λοιπόν και Καλή Σαρακοστή σε όλες και όλους!!!

ΠΗΓΗ: Κώστας Μαστροκώστας, Κυριακή Τυροφάγου, 17.03.2024. φ/β, τον οποίο και ευχαριστώ για την άδεια του.

* Ο Κώστας Μαστροκώστας είναι εκπαιδευτικός θεολόγος.

ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, μείζον δε τούτων το ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ

ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, μείζον δε τούτων το ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ

Του Νίκου Α. Κουραμπή*

   (Xαριτωμένο σλόγκαν στην επταετία … και ξανά επίκαιρο!): Στους απανταχού αντιφασίστες – αντιψευτοδημοκράτες – αντιψευτοθρησκευόμενους

   Όπως η αγάπη για ένα άτομο που αποκλείει την αγάπη για τους άλλους δεν είναι αγάπη, έτσι και η αγάπη κάποιου για τη χώρα του όταν δεν αποτελεί μέρος της αγάπης του για την ανθρωπότητα δεν είναι αγάπη αλλά ειδωλολατρική λατρεία. [Έριχ Φρομ]

   Ο εθνικισμός, ιστορικά, αποδεικνύεται ως εχθρός του έθνους (π.χ. ο ρόλος των ελληνοχριστιανών παραεκκλησιαστικών στην εθνική καταστροφή της Κύπρου το 1974) ενώ, θεολογικά, αποτελεί ειδωλολατρία με τον Ιούδα Ισκαριώτη ως πρώτο διδάξαντα την εθνικιστική προδοσία [Παντελής Καλαϊτζίδης].

   Ο φυσικός [κατά Βίλχελμ Ράϊχ] και πηγαίος και χαρούμενος πατριωτισμός εκφυλίζεται σε στρατοκρατικό εθνοκρατισμό, η άδολη ερωτική γλύκα του πατριωτισμού σε εθνικιστική ζωώδη σεξοδιαστροφή [στη δεύτερη αποφασιστική αυτή διάκριση προβαίνει π.χ. ο χριστιανός Νικόλαος Μπερντιάεφ και όχι μόνο].

Συνέχεια

Ο Γεώργιος Σφραντζής και το «Χρονικό της Άλωσης»

Ο Γεώργιος Σφραντζής και το «Χρονικό της Άλωσης»

Της Γιούλας Κωνσταντοπούλου*

     Ο Γεώργιος Σφραντζής είναι γνωστός ως ένας από τους τέσσερις Βυζαντινούς «ιστορικούς της Άλωσης». Το έργο του (εν μέρει τα «απομνημονεύματά» του) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453), παρά τις μεταγενέστερες διαστρεβλώσεις που υπέστη. Ο κυριότερος λόγος γι ’ αυτό δεν είναι άλλος από τη θέση του συγγραφέα ως γραμματέα του τελευταίου αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η οποία του επέτρεπε να γνωρίζει σκοτεινές πτυχές πολλών γεγονότων.

     Ο 13ος αιώνας αποτέλεσε μία περίοδο ση­μαντικών εξελίξεων για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στο διάστημα των δύο περίπου αι­ώνων (1261-1453), κατά τους οποίους κατείχαν την εξουσία οι Παλαιολόγοι, εντάθηκαν οι εμφύ­λιες διαμάχες, καθώς κορυφωνόταν ο αγώνας για τη διαδοχή του θρόνου. Βούλγαροι και Σέρβοι αναδιοργάνωσαν τα κράτη τους, ενώ στα μικρα­σιατικά υψίπεδα εμφανίσθηκαν οι Οθωμανοί Τούρκοι.

Στην αυγή του 15ου αιώνα, ο οποίος άρ­χιζε με δυσοίωνες προβλέψεις για τον βυζαντινό κόσμο, γεννήθηκε ο Γεώργιος Σφραντζής, ένας από τους σημαντικότερους ιστοριογράφους της Άλωσης, η δραστηριότητα του οποίου εξακτινώθηκε σε ποικίλους τομείς της πολιτικής, διπλω­ματικής και στρατιωτικής ζωής. Τα προ της Άλωσης και τα μετά την Άλωση γεγονότα καταγράφηκαν, μεταξύ άλλων, στο χρονικό του Σφραντζή (Minus), καθώς και σε αυτό που του αποδόθηκε ψευδεπίγραφα (Majus).

Συνέχεια

Περί διανοητικής και βιωματικής περιπατητικής: από την Αχαϊκή Γη ως τα πέρατα του κόσμου του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Περί διανοητικής και βιωματικής περιπατητικής:

από την Αχαϊκή Γη ως τα πέρατα του κόσμου του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Παρουσίαση: Γιώργος Κόνδης[1]

     Η προσπάθεια του Παναγιώτη Μπούρδαλα να προσδώσει μια θετική προοπτική στο διάλογο ανάμεσα στα κοινωνικο-πολιτικά ρεύματα και τα θεολογικά, ιδιαίτερα εκείνα του χριστιανικού κόσμου, είναι σημαντική, ωφέλιμη αλλά και δύσκολα κατανοητή κάτω από το βάρος των στερεοτύπων που παράγονται από μονοκαλλιέργειες σκέψης και δράσης. Ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν για χρόνια συνδικαλιστής της ΟΛΜΕ, είχε άμεση επαφή και συνεργασία με πολιτικές παρατάξεις και ήταν ενεργό μέλος χριστιανικών κοινοτήτων νέων με αξιόλογη δράση σε πολλά επίπεδα. Θα έλεγα μάλιστα πως ο Παναγιώτης, με το προκαταρκτικό θεωρητικό του μοντέλο για τους μαύρους και λευκούς κύκνους, όπου οι μαύροι αποτελούν τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων υποκείμενη στις κυρίαρχες προσταγές και υποδείξεις, ενώ οι λευκοί αποτελούνται από τους λίγους εκλεκτούς και τολμηρούς που μεταφέρουν νέες απελευθερωτικές ιδέες και καταφέρνουν να σπρώξουν τις μάζες (τους μαύρους κύκνους) σε δρόμους κοινωνικής μεταβολής και πολιτικής αλλαγής, αγγίζει εκείνη την ιδέα της λενινιστικής θεωρίας και πράξης για τις φωτισμένες μειοψηφίες που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας.

     Δεν το σημειώνω επικριτικά. Αντίθετα! Ο ρόλος των προσωπικοτήτων και των οργανωμένων ομάδων είναι σημαντικός, αν όχι καθοριστικός, σχετικά με τους προσανατολισμούς των κοινωνιών. Το σημειώνω επίσης για να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στις ιδέες του Παναγιώτη που εκφράζονται, όλα αυτά τα χρόνια, μέσα σε πλαίσια που δεν ευνοούν καθόλου την κατανόηση ιδεών και την αναζήτηση νοήματος σκέψεων και πράξεων. Διαβάζοντας λοιπόν τις σελίδες του πονήματος, θυμήθηκα πολλά, έμαθα αρκετά και προσπάθησα να καταλάβω περισσότερα.

Συνέχεια

Ἡ περίπτωση ἑνός Ἁγίου: Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένοις

Ἡ περίπτωση ἑνός Ἁγίου: Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένοις

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

   Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νικόλαος, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 9ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου μ.Χ. αἰῶνος. Διακρινόμενος παιδιόθεν γιὰ τὴν μεγάλη εὐσέβειά του, κατετάγη στὸν στρατὸ καί, λόγῳ τῆς σπουδαίας φήμης γιὰ τὴν ἀνδρεία του, 4 σύντομα διορίστηκε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφὸ (886- 912) Διοικητὴς ἀποσπάσματος χιλίων ἀνδρῶν, ποὺ ἀπεστάλη στὴ Θεσσαλία γιὰ τὴν φρούρηση τῆς Λάρισας.

   Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 901, οἱ Ἄραβες, οἱ ὁποῖοι τρομοκρατοῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὶς παράκτιες Ἐπαρχίες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, κατέλαβαν τὴν πόλη τῆς Δημητριάδος (τοῦ σημερινοῦ Βόλου) καὶ προχώρησαν πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Θεσσαλίας, ἐν μέσῳ λεηλασιῶν καί ἀφανισμοῦ τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου τῆς Ἐπαρχίας.

Συνέχεια

Κυριακή κατά της γυναικοκτονίας

Κυριακή κατά της γυναικοκτονίας

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

Την δεύτερη Κυριακή μετά την Κυριακή του Πάσχα, μέσα στην αναστάσιμη ακόμα ατμόσφαιρα, περάστε από την εκκλησία. Η προτροπή μου αυτή απευθύνεται σε όλους όσους νοιάζονται: ένθεους και άθεους. Περάστε όσοι νοιάζεστε για τις οδύνες των γυναικών, ώστε να μοιραστούμε μια χαρά: τα τραγούδια μιας απελευθέρωσης που έσκασε μύτη μπροστά σε έναν αδειασμένο τάφο, μιας απελευθέρωσης που μπολιάζει την ιστορία μα και που ταυτόχρονα εκκρεμεί.

Η δεύτερη Κυριακή μετά την Κυριακή του Πάσχα είναι η γιορτή των Μυροφόρων, δηλαδή των γυναικών εκείνων οι οποίες, σύμφωνα με την αφήγηση των ευαγγελίων, πήγαν με αρώματα στον τάφο του Χριστού για να τιμήσουν τον αγαπημένο νεκρό.

Έτσι ειπωμένο, μοιάζει με μια αναμενόμενη, στερεότυπη αφήγηση για παραδοσιακά γυναικείες δουλειές. Έλα όμως που δεν είναι έτσι! Άλλο πράγμα λένε τα ευαγγέλια, καθώς και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Κάτι ανατρεπτικό, κάτι που δένει την ανάσταση με μια επ-ανάσταση! Αλλά τα ανατρεπτικά δεν αντέχονται. Και γι’ αυτό ξεδοντιάζονται και καταλήγουν να μοιάζουν με άνευρες ιστοριούλες της σειράς…

Ας ψηλαφίσουμε λοιπόν την δυναμική της γιορτής:

Συνέχεια

Τι σημασία μπορεί να έχει σήμερα η ενασχόληση με την Ελληνική Επανάσταση;

Τι σημασία μπορεί να έχει σήμερα η ενασχόληση με την Ελληνική Επανάσταση;

Του Λάμπρου Ψωμά*

«Οι Κινέζοι επενδύουν στο μέλλον την ίδια ώρα που εμείς ασχολούμαστε πάλι με γεγονότα που έγιναν 200 χρόνια πριν». Με τον τρόπο αυτό το ένθετο Βήμα Science της εφημερίδας Το Βήμα της Κυριακής (φύλλο 20ής Δεκεμβρίου 2020) σχολίασε τη σημασία που αποδίδουν οι Κινέζοι στην ενασχόληση με τη Διαστημική. Το σχόλιο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία προβληματισμού: Τι σημασία έχουν για εμάς σήμερα γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από 200 χρόνια; Μια λογική απάντηση νομίζω ότι θα πρέπει να βασίζεται σε μια οξεία κριτική που οφείλουμε στον σύγχρονο πολιτισμό μας (νεωτερικότητα): είναι ο πολιτισμός που αναζητά την ευτυχία του ατόμου μέσα από τον προσωπικό πλουτισμό. Είναι ο πολιτισμός του εγώ και όχι του εμείς, όπου το εγώ πρέπει να έχει όσο περισσότερα γίνεται και όχι απαραίτητα να είναι.

Συντριβή των ελληνικών διπλωματικών σχεδίων

Συντριβή των ελληνικών διπλωματικών σχεδίων

Tου Αλέκου Αναγνωστάκη*

«Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ

όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ»

Τα γεγονότα προστίθενται το ένα στο άλλο.

Την περασμένη Κυριακή η Αιγυπτιακή Βουλή εξουσιοδότησε την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας να παρέμβουν στρατιωτικά εφόσον επιχειρηθεί κατάληψη του κόλπου της Σύρτης από τα Τούρκικες δυνάμεις που υποστηρίζουν την κυβέρνηση Φάρατζ στη Λιβύη. Πρακτικά η απόφαση σημαίνει πως είναι σοβαρό το ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας μέσω Λιβύης.

Την άλλη μέρα ακριβώς η Άγκυρα εξέδωσε NAVTEX (977/20) για σεισμικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή του Καστελόριζου. (Το NAVTEX εντάσσεται σε ένα διεθνώς συντονισμένο δίκτυο εκπομπών (Maritime Safety Information), το οποίο περιέχει πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την ασφαλή ναυσιπλοΐα σε μια περιοχή.) Οι έρευνες θα διεξάγονται από το υψηλότατων προδιαγραφών τουρκικό ερευνητικό Ορούτ Ρέις, το τέταρτο τουρκικό πλοίο έρευνας μετά το «Φατίχ», το «Γιαβούζ» και το «Μπαρμπαρός».

Το ερευνητικό Ορούτ Ρέις, ηλικίας μόλις οκτώ χρόνων, δεν ασχολείται φυσικά με σεισμούς. Αντίθετα μέσω της εκπομπής κυμάτων προς το θαλάσσιο βυθό και της ποιοτικής μελέτης των ανακλώμενων επιχειρείται ο εντοπισμός υδρογονανθράκων. Η τεχνολογική συγκρότηση και η στελέχωση του δίνουν σχήμα στη σχέση κεφαλαίου – επιστήμης στην νέα εποχή. Ανήκει, όπως εξάλλου και τα προαναφερθέντα τρία, στη Γενική Διεύθυνση Ορυκτών Ερευνών (MTA) της Τουρκίας με πλήρωμα 27 ατόμων και επιστημονικό προσωπικό επί του σκάφους 28. Έχει χωρητικότητα 4.867 τόνους και αναπτύσσει ταχύτητα 17 κόμβων. Είναι ικανό να εκτελεί γεωφυσική έρευνα και 3D δειγματοληψία στον πυθμένα σε βάθος μέχρι 20.000 μ. Επιπλέον όμως διαθέτει ελικοδρόμιο για απονηώσεις και προσνηώσεις ελικοπτέρων βάρους έως 12 τόνων και διαθέτει τηλεχειριζόμενο υποβρύχιο όχημα (ROV) που μπορεί να πραγματοποιεί παρατηρήσεις και δειγματοληψία σε βάθος έως 1.500 μ.

Αυτό καθαυτό το ερευνητικό πλοίο είναι στην ουσία στρατιωτική μονάδα. (Η επιστήμη συνυφασμένη με την υπηρεσία των πολεμικών επιχειρήσεων). Αν προσθέσει δε κανείς το γεγονός πως 15 και πάνω μοίρες του τούρκικου στόλου είναι σε απόσταση ασφαλείας και ενεργούς παρέμβασης και πως δυο πολεμικά θα το συνοδεύουν τότε αυτή καθαυτή η ενέργεια συνιστά κίνηση επικίνδυνης κλιμάκωσης από την Άγκυρα.

Αν η τούρκικη κυβέρνηση πήγαινε όντως για έρευνες 180 μίλια νότια του Καστελόριζου, έστω και με το επιστημονικοπολεμικό Ρέις, χωρίς όμως να σηκώνει αεροσκάφη πάνω από τα νησιά και χωρίς να βγάζει το στόλο στο Αιγαίο, δεν θα μιλάγαμε για κανόνες εμπλοκής. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για συνήθη έρευνα που έχει επαναληφθεί, ούτε με μια απλή δοκιμή των διπλωματικών αντανακλαστικών.

Η κίνηση της τούρκικης κυβέρνησης εξετάζεται και ως αντιπερισπασμός στις αποφάσεις της Αιγυπτιακής Βουλής καθώς αυτές αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στην υλοποίηση της επεκτατικής πολιτικής της τούρκικης ολιγαρχίας όπως αυτή εκφράζεται με την κυβέρνηση του ΑΚΡ.

Φυσικά είναι και κίνηση αντιπερισπασμού.

Ωστόσο το επικαθορίζον δεν είναι ο αντιπερισπασμός αλλά η συνολική πολιτική που με σταθερότητα και διακηρυκτική σαφήνεια προωθεί η Άγκυρα και στην οποία εντάσσεται η κίνηση της τούρκικης κυβέρνησης.

Μέχρι που το πάει η κυβέρνηση Ερντογάν;

Κάθε άνθρωπος βαθιά μέσα του γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό

Κάθε άνθρωπος βαθιά μέσα του γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό

Συνέντευξη της Γιούλας Γ. Κωνσταντοπούλου* στη Μαίρη Γκαζιάνη**

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Γεννηθήκατε στην όμορφη πόλη του Πειραιά. Ποια επιρροή είχε στη ψυχοσύνθεσή σας η αύρα της θάλασσας και το λιμάνι που παρέπεμπε σε ταξίδια;

ΓΙΟΥΛΑ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: Γεννήθηκα, μεγάλωσα και συνεχίζω να ζω στον όμορφο Πειραιά. Πάντα με συνέπαιρνε η θέα της θάλασσας, τα πλοία που σάλπαραν για άλλους τόπους, οι ιστορίες των ανθρώπων που ταξίδευαν, κυρίως όμως εκείνων που κάτω από αντίξοες συνθήκες ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες ήρθαν και βρήκαν μια γωνιά γης στον Πειραιά και ξανάστησαν την ζωή τους. 

Μ.Γ.: Έχετε σπουδάσει Ιστορία και Αρχαιολογία κι εργαστήκατε πολλά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Πώς ήταν η σχέση σας με τα παιδιά;

Γ.Γ.Κ.: Αγαπώ ιδιαίτερα τα παιδιά γι’ αυτό προσπάθησα στη διάρκεια της θητείας μου στη Μέση Εκπαίδευση πέρα από τα διδακτικά μου καθήκοντα, να είμαι κοντά τους, να αφουγκράζομαι τις αγωνίες και τους προβληματισμούς τους. Ακόμη και σήμερα διατηρώ επαφές μαζί τους.

Μ.Γ.: Πιστεύετε ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα ανταποκρίνεται στις μαθησιακές ανάγκες των εφήβων-μαθητών;

Γ.Γ.Κ.: Τα παιδιά σήμερα έχουν το προνόμιο της πολλαπλής πληροφόρησης που δεν σημαίνει πάντοτε και μάθηση. Επειδή το σχολείο, όμως, είναι και πρέπει να παραμείνει εστία ουσιαστικών γνώσεων, θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα οφείλει να εκσυγχρονίζεται, πράγμα που σημαίνει πως οι ιθύνοντες πρέπει διαρκώς να βρίσκονται σε εγρήγορση. 

Ὁ λοιμός στην κλασσική Ἀθήνα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο

Ὁ λοιμός στην κλασσική Ἀθήνα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο

Του Φώτη Σχοινά*

Τόν δεύτερο χρόνο τοῦ Πελοπννησιακοῦ πολέμου (431-404 π.Χ.) καί συγκεκριμένα τό καλοκαίρι τοῦ 430 ἐνέσκηψε τρομερή λοιμική νόσος στήν Ἀθήνα. Ἡ ἐπιδημία τοῦ λοιμοῦ κράτησε μέχρι τό 427 καί προκάλεσε τόν θάνατο τοῦ ἑνός τρίτου τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀθήνας. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «Προτοῦ ὁλοκληρώσει τόν κύκλο της τό 427, ἡ ἐπιδημία εἶχε προκαλέσει τόν θάνατο 4.400 ὁπλιτῶν, 300 ἀνδρῶν τοῦ ἱππικοῦ καί ἀναρίθμητων μελῶν τῶν κατωτέρων, ἰδίως κοινωνικῶν στρωμάτων, ἀφανίζοντας ἴσως τό ἕνα τρίτο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης». [1] Φυσικά ἐφόνευσε πολλά παιδιά, γυναῖκες καί δούλους. Δέν εἶναι ἐξακριβωμένο ποιά ἀκριβῶς ἦταν ἡ νόσος. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν πανώλης, τύφος ἤ ἱλαρά. Τό πιθανώτερο εἶναι νά ἦταν πνευμονική πανώλης.Ξεκίνησε ἀπό τήν Αἴγυπτο, τη μετέφερε ἕνα πλοῖο καί διαδόθηκε ραγδαῖα στήν πυκνοκατοικημένη Ἀθήνα. Λέμε πυκνοκατοικημένη διότι ἐντός τῶν τειχῶν τῆς πόλεως εἶχε μαζευτεῖ τό σύνολο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀττικῆς συνεπείᾳ τῆς εἰσβολῆς καί λεηλασίας τῆς ὑπαίθρου ἀπό τούς Λακεδαιμονίους.

Θά παρακολουθήσουμε τή προέλευση, τή φύση, τά συμπτώματα καί τίς παντοῖες ἐπιπτώσεις τῆς νόσου στον Ἀθηναϊκό λαό ἀπό τόν Θουκυδίδη, ὁ ὁποῖος μάλιστα προσεβλήθη ἀπό τή νόσο, ἀλλά ἐπέζησε. Γράφει λοιπόν ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): « Καί  δέν εἶχαν περάσει ἀκόμα πολλές ἡμέρες πού βρίσκονταν (οἱ Λακεδαιμόνιοι) στήν Ἀττική, ὅταν ἄρχισαν νά παρουσιάζονται στήν Ἀθήνα τά πρῶτα κρούσματα τῆς νόσου, καί λέγεται μέν ὅτι καί παλαιότερα σέ πολλά ἄλλα μέρη, ἰδίως στή Λῆμνο, ἀλλά καί ἀλλοῦ, πουθενά ὅμως δέν θυμοῦνταν τόσο μεγάλη ἐπιδημία καί τέτοιο ὄλεθρο. Διότι οὔτε οἱ γιατροί ἦσαν σέ θέση νά κάνουν κάτι, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν τή φύση τῆς ἀρρώστιας πού για πρώτη φορά ἀντιμετώπιζαν, ἀπεναντίας αὐτοί προπαντός πέθαιναν ἐπειδή αὐτοί προπαντός ἔρχονταν σέ ἐπαφή με τούς ἀρρώστους, οὔτε ἄλλη καμία ἀνθρώπινη τέχνη. Ἐπίσης οἱ ἱκεσίες σέ ἱερά ἤ σέ μαντεῖα καί ὅ,τι ἄλλο τέτοιο δοκίμασαν δέν ὠφέλησαν σέ τίποτα· στό τέλος τά ἄφησαν νικημένοι ἀπό τό κακό.

Ἡ ἀρρώστια ἄρχισε, ὅπως λέγεται, πρῶτα ἀπό τήν Αἰθιοπία, στήν Ἄνω Αἴγυπτο, κατέβηκε ἔπειτα στήν Αἴγυπτο καί τή Λιβύη καί στό μεγαλύτερο μέρος τῆς χώρας τοῦ Βασιλέως. Στήν πόλη τῆς Ἀθήνας ἐμφανίστηκε ξαφνικά, καί οἱ πρῶτοι πού προσβλήθηκαν ἦσαν στόν Πειραιᾶ, γι̉ αὐτό καί εἶπαν τότε πώς εἶχαν ρίξει δηλητήρια στά πηγάδια οἱ Πελοποννήσιοι· βρύσες δέν ὑπῆρχαν ἀκόμα ἐκεῖ. Ὕστερα ἔφθασαν καί στήν ἄνω πόλη καί πέθαιναν πολύ περισσότεροι πιά. Καθένας, τώρα, γιατρός ἤ ἀδαής, μπορεῖ νά λέει ὅ,τι σκέπτεται σχετικά με αὐτό, ἀπό τί δηλαδή εἶναι πιθανό νά προῆλθε, ἐπίσης νά προσδιορίζει τίς αἰτίες πού κατά τή γνώμη του ἔχουν τή δύναμη νά ἐπενεργοῦν τόσο εἰς βάθος στή φύση. Ἐγώ θά ἐκθέσω τήν πορεία τῆς νόσου καί τά συμπτώματά της πού βλέποντάς τα κανείς, ἐάν ἐνσκήψει ποτέ πάλι, θά τά ξέρει ἐκ τῶν προτέρων καί θά τά ἀναγνωρίσει· θά τά περιγράψω διότι πέρασα ὁ ἴδιος τήν ἀρρώστια καί εἶδα ὁ ἴδιος ἄλλους πού εἶχαν προσβληθεῖ ἀπό αὐτήν». [2]

Ἡ φύση τῆς νόσου ἦταν τρομερή. Τά συμπτώματα τρομερά καί ἀδύνατον νά ἀντιμετωπιστοῦν, πολλῷ μᾶλλον νά ἰαθοῦν. Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει ὁ Θουκυδίδης τά συμπτώματα τοῦ λοιμοῦ (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): «Τή χρονιά ἐκείνη συνέβαινε κατά κοινή ὁμολογία νά μήν ὑπάρχουν ἄλλες ἀρρώστιες· ἐάν ὅμως ὑπέφερε κανείς ἤδη ἀπό κάποιο ἄλλο νόσημα, ὅλα κατέληγαν σέ αὐτή τήν ἀρρώστια. Τούς ἄλλους χωρίς νά ὑπάρχει καμία φανερή αἰτία, ξαφνικά, ἐνῶ ὥς τότε ἦσαν καλά, τούς ἔπιανε πονοκέφαλος μέ ὑψηλό πυρετό, κοκκίνιζαν τά μάτια τους καί ἔτσουζαν πολύ, ἐπίσης ἐσωτερικά ὁ φάρυγγας καί ἡ γλώσσα γίνονταν ἀμέσως κόκκινα σάν αἷμα καί ἡ ἀναπνοή τους ἔβγαζε μιά παράξενη δυσοσμία· ἔπειτα ἐρχόταν φτέρνισμα καί βραχνάδα κι ὕστερα ἀπό λίγο ὁ πόνος κατέβαινε στό στῆθος με δυνατό βῆχα· κι ὅταν πήγαινε στήν καρδιά, ἔφερνε ἀνακάτωμα καί ἀκολουθοῦσαν ἐμετοί χολῆς ὅλων τῶν εἰδῶν πού ἔχουν περιγράψει οἱ γιατροί, μεγάλη ταλαιπωρία κι αὐτό. Οἱ περισσότεροι εἶχαν τάση πρός ἐμετό χωρίς νά βγάζουν τίποτα, ἡ ὁποία προκαλοῦσε ἰσχυρό σπασμό καί σέ ἄλλους σταματοῦσε μετά ἀπό αὐτά τά συμπτώματα ἐνῶ σέ ἄλλους πολύ ἀργότερα. Καί τό σῶμα τοῦ ἀρρώστου, ὅταν τό ἄγγιζε κανείς ἐξωτερικά, δέν ἦταν πολύ ζεστό οὔτε ὠχρό ἀλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, με μικρές φουσκάλες καί πληγιασμένα ἐξανθήματα. Ἐσωτερικά ὅμως ἔκαιγε τόσο πολύ, πού οἱ ἄρρωστοι δέν  ἀνέχονταν σκεπάσματα, οὔτε τά πιό λεπτά ροῦχα καί σεντόνια οὔτε ἄλλο τίποτα, παρά μόνο νά εἶναι γυμνοί, καί μέ μεγάλη ἀνακούφιση θά ρίχνονταν σέ κρύο νερό. Καί πράγματι, πολλοί ἀπό ἐκείνους πού δέν εἶχαν κανέναν νά τούς κοιτάξει τό ἔκαναν αὐτό καί ρίχτηκαν σέ στέρνες, ἀπό τήν ἀκατάπαυστη δίψα πού τούς βασάνιζε· εἴτε πολύ ἔπιναν εἴτε λίγο, ἦταν τό ἴδιο. Ἐπίσης ἡ ἀδυναμία νά βροῦν ἡσυχία, νά μπορέσουν νά κοιμηθοῦν, βασανιστική σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἀρρώστιας. Καί τό σῶμα, ὅσο ἡ ἀρρώστια ἦταν στήν ὀξεία φάση της, δέν καταβαλλόταν, ἀλλά ἄντεχε στήν ταλαιπωρία περισσότερο ἀπ̉ ὅ,τι θά περίμενε κανείς, ἔτσι πού οἱ περισσότεροι ἤ πέθαιναν ἀπό τόν ὑψηλό πυρετό τήν ἔνατη ἤ τήν ἕβδομη ἡμέρα, ἔχοντας ἀκόμα κάποιες δυνάμεις, ἤ, ἐάν γλίτωναν, ἡ ἀρρώστια κατέβαινε παρακάτω στήν κοιλιά προκαλώντας ἐκεῖ πολλά πληγιάσματα καί συγχρόνως ἀκατάσχετη διάρροια, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας οἱ πολλοί πέθαιναν ὕστερα ἀπό ἐξάντληση πιά. Γιατί τό κακό περνοῦσε ἀπό ὅλο τό σῶμα ἀρχίζοντας ἀπό τό κεφάλι ὅπου ἀρχικά ἐκδηλωνόταν, καί τό ἄν εἶχε κανείς γλιτώσει ἀπό τά χειρότερα γινόταν φανερό ἀπό τήν προσβολή τῶν ἄκρων τοῦ ἀρρώστου· γιατί ἡ ἀρρώστια χτυποῦσε στά γεννητικά ὄργανα καί τά δάκτυλα τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν καί πολλοί γλίτωναν χάνοντάς τα αὐτά, μερικοί μάλιστα καί τά μάτια τους. Ἄλλοι πάλι, μόλις σηκώνονταν ἀπό τήν ἀρρώστια, πάθαιναν γενική ἀμνησία, καί δέν ἀναγνώριζαν τόν ἑαυτό τους καί τούς δικούς τους.

Πραγματικά ἡ φύση τῆς νόσου δέν ἦταν δυνατόν νά περιγραφεῖ μέ λόγια καί ἡ σφοδρότητα τῆς προσβολῆς ξεπερνοῦσε τίς ἀντοχές τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καί τό ἀκόλουθο σημάδι δείχνει καθαρά πώς ἐπρόκειτο γιά κάτι διαφορετικό καί ὄχι κάτι συνηθισμένο. Τά ὄρνεα καί τά τετράποδα, ὅσα ἀγγίζουν ἀνθρώπινο κρέας, παρόλο ὅτι πολλοί ἔμεναν ἄταφοι, αὐτά ἤ δέν πλησίαζαν ἤ, ἐάν ἔτρωγαν, ψοφοῦσαν. Ἀπόδειξη ἡ ἐξαφάνιση τέτοιων πουλιῶν, πού ἔγινε αἰσθητή καί δέν τά ἔβλεπε πιά κανείς οὔτε γύρω ἀπό τά πτώματα οὔτε ἀλλοῦ πουθενά· ἐμφανέστερο ἔκαναν αὐτό τό ἀποτέλεσμα οἱ σκύλοι, ἐπειδή συμβιώνουν με τούς ἀνθρώπους».[3]

Ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς νόσου ἦταν ἀδύνατη. Φάρμακο πού νά θεραπεύει τόν λοιμό δέν ὑπῆρχε. Οἱ γιατροί τῆς ἐποχῆς, μέ τίς ὁμολογουμένως περιορισμένες τότε δυνατότητες τῆς ἰατρικῆς, εἶχαν σηκώσει τά χέρια καί ἀδυνατοῦσαν νά παράσχουν, ἔστω ὑποτυπώδη ἀνακούφιση στούς πάσχοντες Ἄς ἀκούσουμε τί λέει ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): «Τέτοια  ἦταν λοιπόν σέ γενικές γραμμές ἡ μορφή τῆς νόσου, ἐάν παραλείψει κανείς καί πολλά ἄλλα ἀσυνήθη συμπτώματα, ὅπως τύχαινε νά παρουσιάζονται μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό ἄρρωστο σέ ἄρρωστο. Ἄλλη καμιά ἀπό τίς συνηθισμένες ἀρρώστιες δέν ταλαιπωροῦσε ἐκείνη τή χρονιά τούς Ἀθηναίους· ἀλλά, κι ἄν παρουσιαζόταν κάποιο κροῦσμα, κατέληγε σέ αὐτήν. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν, ἄλλοι ἀπό ἔλλειψη φροντίδας καί ἄλλοι παρά τή μεγάλη περιποίηση πού εἶχαν· φάρμακο, γιά τό ὁποῖο θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι δίνοντάς το στόν ἄρρωστο θά τόν βοηθοῦσε, δέν βρέθηκε οὔτε ἕνα· τό ἴδιο γιατρικό πού ἔκανε καλό στόν ἕνα, τόν ἄλλο τόν ἔβλαπτε. Καμμία κράση, ἰσχυρή ἤ ἀσθενική, δέν ἀποδείχτηκε ἱκανή νά ἀντισταθεῖ στήν ἀρρώστια ἀλλά τούς θέριζε ὅλους, ἀκόμη καί ὅσους νοσηλεύονταν μέ κάθε ἰατρική φροντίδα». [4]

Ἕνα ἄλλο, τό χειρότερο ἀπό ὅλα, παρεπόμενο τοῦ λοιμοῦ ἦταν ἡ κατάθλιψη πού προξενοῦσε στούς προσβεβλημένους, καί ὄχι μόνο, ἀπό τήν τρομερή νόσο. Ἀκόμη ἡ νόσος διέρρηξε καί τόν κοινωνικό ἰστό τῆς Ἀθήνας. Ἡ ἀλληλεγγύη καί ἡ φροντίδα πρός τούς ἄρρωστους χάθηκαν, ἐνῶ οἱ πιό φιλότιμοι καί γενναῖοι, καθώς ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τούς ἀσθενεῖς χωρίς νά λαμβάνουν τά κατάλληλα καί ἀναγκαῖα προφυλακτικά μέσα, προπαντός αὐτοί μολύνονταν καί χάνονταν. Τό μόνο παρήγορο ἦταν ἡ ἀνοσία πού ἐπακολουθοῦσε σέ ὅσους ἀρρώστησαν ἀλλά δέν πέθαναν ἀπό τή νόσο. Ὁ Θουκυδίδης γράφει σχετικά (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου):  «Τό φοβερότερο ὅμως ἀπ̉ ὅλα σέ τοῦτο τό κακό ἦταν ἡ κατάθλιψη, ὅταν καταλάβαινε κανείς ὅτι ἀρρώστησε (γιατί τούς ἔπιανε ἀμέσως ἀπελπισία, παραδίνονταν καί δέν ἀντιστέκονταν) καί τό ὅτι, ἐπειδή κολλοῦσαν τήν ἀρρώστια ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καθώς περιποιοῦνταν κάποιον, πέθαιναν ἀράδα σάν πρόβατα· κι αὐτό ἦταν τό πιό ὀλέθριο. Ἐπειδή φοβοῦνταν νά πλησιάσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, οἱ ἄρρωστοι ἤ χάνονταν ἀβοήθητοι, καί σπίτια πολλά ἐρημώθηκαν ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανένας νά τούς περιποιηθεῖ, ἤ πάλι, ἐάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός ὅσοι ἤθελαν νά φανοῦν κάπως γενναῖοι· ἀπό φιλότιμο ἔμπαιναν στά σπίτια ἀρρώστων φίλων χωρίς νά λογαριάζουν τόν ἑαυτό τους, γιατί στό τέλος ἀκόμη καί οἱ δικοί τους, ἀποκαμωμένοι ἀπό τή συμφορά, παρατοῦσαν τά μοιρολόγια γι̉ αὐτούς πού πέθαιναν. Περισσότερο ὅμως λυποῦνταν τόν ἑτοιμοθάνατο καί τόν πάσχοντα ὅσοι εἶχαν περάσει τήν ἀρρώστια κι εἶχαν σωθεῖ, διότι ἤξεραν ἀπό δική τους πείρα πῶς ἔνιωθαν καί ἐπειδή οἱ ἴδιοι ἦσαν πιά ἀσφαλεῖς· πράγματι, δύο φορές τόν ἴδιο ἄνθρωπο δέν τόν ἔπιανε ἡ ἀρρώστια, θανατηφόρα τουλάχιστον. Καί οἱ ἄλλοι τούς μακάριζαν ἐνῶ καί οἱ ἴδιοι ἀπό τή χαρά τους ἐκείνης τῆς στιγμῆς ἄρχιζαν νά τρέφουν κάποιες ἐπιπόλαιες ἐλπίδες γιά τό μέλλον πώς τάχα δέν θά πέθαιναν πιά οὔτε ἀπό ἄλλη ἀρρώστια». [5]  

Ἕνα ἄλλο μεγάλο κακό πού χτύπησε τήν Ἀθήνα ἦταν τό μακάβριο θέαμα τῶν ἄταφων νεκρῶν, ἐρριμένων ἄτακτα ἐδῶ καί κεῖ. Μάλιστα τό κακό ἦταν διπλό στήν πυκνοκατοικημένη Ἀθήνα, ἀφοῦ ὁ πληθυσμός τῆς ὑπαίθρου εἶχε συγκεντρωθεῖ στό ἄστυ. Οἱ νεκροί κείτονταν ἀκόμη καί στά ἱερά. Ἀλλά καί τίς θρησκευτικές ἐπιταγές τῆς ταφῆς, οἱ ὁποῖες ἦσαν πολύ ἰσχυρές στήν συνείδηση τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας ἄν κρίνουμε ἀπό τήν τραγωδία Ἀντιγόνη, παραμελοῦσαν ἀπό τήν ἀπόγνωσή τους οἱ Ἀθηναῖοι. Ἄλλοι πάλι κατέφευγαν ὅπως-ὅπως σέ ἀνόσιους καί ἀναίσχυντους τρόπους ταφῆς. Ὅπως γράφει ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλου): «Κάτι πολύ πιεστικό, πέρα ἀπό τήν ταλαιπωρία τῆς ἀρρώστιας, ἦταν καί ἡ συγκέντρωση τοῦ πληθυσμοῦ ἀπό τήν ὕπαιθρο στήν πόλη, ἰδίως γιά τούς πρόσφυγες. Καθώς δέν ὑπῆρχαν ἀρκετά σπίτια ἀλλά ζοῦσαν σέ καλύβια ἀποπνικτικά μέσα στό κατακαλόκαιρο, ὁ ὄλεθρος συντελεῖτο σέ συνθῆκες μεγάλης ἀταξίας, νεκροί κείτονταν ὁ ἕνας ἐπάνω στόν ἄλλο, ὅπως ξεψυχοῦσαν, κι ἄλλοι μισοπεθαμένοι κυλιοῦνταν στούς δρόμους καί γύρω σέ ὅλες τίς βρύσες ἀπό τή λαχτάρα τους γιά νερό. Καί τά ἱερά ὅπου εἶχαν κατασκηνώσει ἦσαν γεμάτα πτώματα, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ἐκεῖ. Διότι μέ τίς διαστάσεις πού εἶχε πάρει τό κακό, οἱ ἄνθρωποι, στήν ἀπόγνωσή τους, ἀδιαφοροῦσαν γιά τά ἱερά καί τά ὅσια. Καί τά ἔθιμα πού τηροῦσαν ὥς τότε κατά τήν ταφή τῶν νεκρῶν καταπατήθηκαν ὅλα, καί τούς ἔθαβαν ὅπως καθένας μποροῦσε. Πολλοί μάλιστα, ἀπό ἔλλειψη τῶν ἀπαιτούμενων γιά τήν ταφή, ἐπειδή προηγουμένως εἶχαν ἤδη πεθάνει ἀρκετοί δικοί τους, κατέφυγαν σέ ἀναίσχυντους τρόπους ταφῆς· ἔτρεχαν σέ ξένες πυρές καί προλαβαίνοντας ἐκείνους πού εἶχαν σωριάσει τά ξύλα ἀκουμποῦσαν ἐπάνω τόν δικό τους νεκρό κι ἄναβαν τή φωτιά, ἄλλοι πάλι ἔριχναν τόν νεκρό πού ἔφεραν ἐπάνω σέ κάποιον ἄλλο πού καιγόταν κι ἔφευγαν». [6]

Τό μεγαλύτερο δεινό πού ἐπέπεσε στήν πόλη ἐξαιτίας τοῦ λοιμοῦ ἦταν ἡ ἀνομία, ἡ ἠθική καί θρησκευτική παραλυσία. Κανένας ἠθικός ἤ θρησκευτικός φραγμός δέν ἐμπόδιζε τούς πολῖτες ἀπό τήν ἄνομη συμπεριφορά καί τήν ἀπόλαυση τῆς στιγμῆς. Κάθε ἠθικός καί θρησκευτικός χαλινός θεωρήθηκε μάταιος καί αὐτό πού πρυτάνευε στούς πολῖτες ἦταν νά προλάβουν νά ἀπολαύσουν τά ὅποια ἐφήμερα ἀγαθά πού τούς ἀπέμειναν. Ἡ ἄσκηση τοῦ καλοῦ θεωρήθηκε ματαιοπονία. Ἡ θρησκεία κυριολεκτικά καταρρακώθηκε, ἀφοῦ οὔτε οἱ εὐσεβεῖς προφυλλάσονταν ἀπό τούς θεούς νά μή μολυνθοῦν ἀπό τή νόσο. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως, εὐσεβεῖς καί μή, προσβάλλονταν ἀπό τόν λοιμό. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος): «Καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις ὁ λοιμός ἔγινε ἀφορμή γιά μεγαλύτερη ἀνομία στήν πόλη. Εὐκολότερα δηλαδή ἀποτολμοῦσε κανείς πράγματα πού πρωτύτερα ἀπέφευγε νά κάνει κατά τίς ὀρέξεις του, διότι ἔβλεπαν τώρα πόσο ἀπότομα ἦσαν τά γυρίσματα τῆς τύχης καί γιά τούς εὐκατάστατους πού ξαφνικά πέθαιναν καί γιά τούς ἄλλους πού προτύτερα δέν εἶχαν τίποτα δικό τους καί τώρα ἔπαιρναν ἀμέσως τά πλούτη ἐκείνων. Ἀποφάσιζαν ἔτσι νά χαροῦν τή ζωή τους καί νά τήν ἀπολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ὅτι καί τά σώματα καί τά χρήματα ἦσαν ἐξίσου ἐφήμερα. Κανένας δέν εἶχε διάθεση νά ἐπιμένει περισσότερο σέ κάτι πού τό θεωροῦσε καλό, ἀφοῦ δέν ἦταν βέβαιος ὅτι δέν θά πέθαινε προτοῦ τό πραγματοποιήσει· κι ἔτσι ἡ ἀπόλαυση τῆς στιγμῆς καί ὅ,τι κατά ὁποιονδήποτε τρόπο συντείνει σέ αὐτήν θεωρήθηκε καλό καί χρήσιμο. Κανένας φόβος τῶν θεῶν ἤ νόμος τῶν ἀνθρώπων δέν τούς συγκρατοῦσε, ἀφ̉ ἑνός διότι ἔκριναν ὅτι εἶναι τό ἴδιο εἴτε σέβεται κανείς τούς θεούς εἴτε ὄχι, ἀφοῦ ἔβλεπαν ὅτι χάνονταν ὅλοι ἀδιακρίτως, καί ἀφ̉ ἑτέρου διότι κανένας δέν ἔτρεφε τήν ἐλπίδα ὅτι θά ζοῦσε μέχρι νά γίνει ἡ δίκη καί νά τιμωρηθεῖ γιά τίς πράξεις του, ἀπεναντίας πολύ μεγαλύτερη τιμωρία θεωροῦσαν νά πέσει στό κεφάλι τους αὐτή πού τούς εἶχε κιόλας ἐπιβληθεῖ καί πού, προτοῦ νά τούς χτυπήσει, λογικό ἦταν νά θέλουν νά ἀπολαύσουν κάτι στή ζωή τους». [7]

Αὐτός λοιπόν ἦταν ὁ λοιμός πού ἐνέσκηψε στήν Ἀθήνα κατά τό δεύτερο ἔτος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἀπό τόν λοιμό μάλιστα προσεβλήθη καί πέθανε ὁ ἡγέτης τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας, ὁ Περικλῆς τό 429. Ὁ λοιμός αὐτός μέ τίς τρομερές ἐπιπτώσεις του στήν πόλη καί τούς πολῖτες της ἦταν ὁ πρῶτος σοβαρός κλονισμός τῆς κραταιᾶς ὥς τότε Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας.

Βέβαια ἡ Ἀθήνα ἀνένηψε μετά τό τέλος τοῦ λοιμοῦ καί ἀνέκτησε τή δύναμή της, ὅμως τό πλῆγμα τοῦ λοιμοῦ ἦταν τεράστιο. Καί μάλιστα ἦταν κάτι πού δέν μπόρεσε νά προβλέψει ὁ Περικλῆς γιά τήν διεξαγωγή τοῦ πολέμου μέ τούς Λακεδαιμόνιους. Ὁ Περικλῆς ἦταν αὐτός πού ἔσυρε τούς Ἀθηναίους στόν πόλεμο. Τό πολεμικό σχέδιό του ἦταν νά φρόντιζαν τό ναυτικό καί νά μή προσπαθοῦσαν νά ἐπεκείνουν τήν ἡγεμονία τους διαρκοῦντος τοῦ πολέμου. Γράφει σχετικά ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): «Ἔζησε (ὁ Περικλῆς) δύο χρόνια καί ἕξι μῆνες ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ πολέμου· κι ὅταν πέθανε φάνηκε ἀκόμη περισσότερο πόσο σωστά εἶχε προβλέψει σχετικά μέ τόν πόλεμο. Διότι εἶχε πεῖ στούς Ἀθηναίους ὅτι, ἐάν εἶχαν ὑπομονή, φρόντιζαν τό ναυτικό τους καί δέν ἐπεδίωκαν νέες κατακτήσεις ὅσο διαρκοῦσε ὁ πόλεμος οὔτε ἐξέθεταν σέ κίνδυνο τήν πόλη, θά ἐπικρατοῦσαν». [8] Ὁ Περικλῆς, ὅπως εἶναι ἄλλωστε εὔλογο, δέν μπόρεσε νά προβλέψει τή φθορά πού θά προκαλοῦσε ὁ λοιμός στήν πόλη, ἀλλά καί τό κυριώτερο ὅτι μετά ἀπό αὐτόν δέν θά ὑπῆρχαν ἀντάξιοι ἡγέτες, ἀλλά τοὐναντίον θά ἐπικρατοῦσαν δημαγωγοί πού θά ὁδηγοῦσαν τούς Ἀθηναίους στήν (αὐτο)καταστροφή.

Παραπομπές

[1] Ντόναλντ Κέιγκαν,  Πελοποννησιακός πόλεμος, μετάφραση Νικόλας Πηλαβάκης, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2004, σελ. 134

[2] Θουκυδίδη στορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, δεύτερη ἔκδοση, ἔκδ. Πόλις, Ἀθήνα, Νοέμβριος 2011, σελ. 271-273

 [3] Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 273-275

 [4]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 275-277

[5]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 277

[6]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ.277-279

[7]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 279

[8]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 295

Σημείωση: Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο λοιμός των Αθηνών”, 17ος αι.) είναι έργο του, φλαμανδού, Μίχιελ Σβέηρτς.

ΠΗΓΗ: 30.03.2020, https://antifono.gr/

Ο Φώτης Σχοινάς είναι συνταξιούχος φιλόλογος εκπαιδευτικός και πρώην σχολικός σύμβουλος.